Δεν θυμάμαι το όνομά της.
Και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είναι θολά πια στη μνήμη μου.
Πολλά χρόνια πίσω, στο καρδιολογικό συνέδριο στη Στοκχόλμη. «Παίρνουμε το μετρό να κατέβουμε στο τέρμα, να δούμε τι έχει;» μου λέει στη μεσημεριανή διακοπή ο Άγγελος. Φύγαμε. Γυαλισμένοι, με τα κοστούμια μας.
Περάσαμε δασωμένες εκτάσεις που διακόπτονταν από προάστια της πόλης και τελικά φτάσαμε στο τέρμα που ήταν σαν ερημικό χωριό. Σαν να έφυγαν οι χρυσοθήρες, σκέφτηκα, και όλως συγχρονιστικά είδαμε ένα καφέ σαν σαλούν, ακόμα και οι ξύλινες πόρτες, οι χαρακτηριστικές, υπήρχαν στην είσοδο.
Μας σέρβιρε μια κοπέλα μελαχρινή, με σταράτο δέρμα, πιο ζεστή και ζωντανή από τις σκανδιναβές γύρω μας. Και φυσικά ρωτήσαμε από πού είναι.
Από το Λίβανο, μας είπε.
«Και πώς βρέθηκες εδώ;»
Μεγάλωσα μέσα στον πόλεμο, μας λέει, είδα να σκοτώνονται φίλοι, συγγενείς και άγνωστοι γύρω μου. Όταν ενηλικιώθηκα, είπα στον πατέρα και τα αδέλφια μου: ακούστε, αν μείνω εδώ, το πιθανότερο είναι να σκοτωθώ κι εγώ. Πώς δεν μπορείτε να το δείτε; Αντέδρασαν, αλλά είχα μαζέψει την βαλίτσα μου κι έφυγα.
Από τότε γυρνάω σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Μου φέρονται καλά, δεν έχω παράπονο. Όπου βρίσκω δουλειά κάθομαι. Κάποια στιγμή θα βρεθεί το μέρος που θα με κρατήσει και θα φτιάξω εκεί το σπιτικό μου. Είναι δύσκολα, αλλά είμαι ζωντανή.
«Φοβερό» της λέω, «τόσα χρόνια να μην μπορεί να βρεθεί μια λύση εκεί κάτω…»
Δεν την καταλαβαίνω την πολιτική, μου λέει. Όλοι μιλάνε για ισορροπίες δυνάμεων, για συμφέροντα, για το μέλλον και για το λαό και τελικά σκάνε οι βόμβες και σκοτώνουν τον κόσμο. Όλο αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο από εμένα, με ξεπερνάει και νομίζω πως ξεπερνάει και όλους αυτούς που συνέχεια το συζητάνε και τσακώνονται και δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε κάτι απλό και λογικό. Το μίσος φέρνει μίσος και κανείς δεν θυμάται πώς έγινε η αρχή. Δεν θέλω να μεγαλώσω τα παιδιά μου μέσα στο μίσος. Θέλω μια γωνιά δική μου να την κάνω όμορφη και ειρηνική. Πιστεύω ότι αν το κάναμε όλοι αυτό, δεν θα μας ξεπερνούσαν οι καταστάσεις, αλλά εμείς θα τις αλλάζαμε και θα εξαπλωνόταν η ειρήνη και η ομορφιά. Αλλά, πάλι, δεν ξέρω … δεν ξέρω τι είναι καλό για τον κόσμο…. Ξέρω τι θα ήθελα εγώ.
Όταν βγήκαμε έξω ένας ψυχρός αέρας σήκωσε σκόνη από το διπλανό χωράφι και πασπάλισε τα γυαλισμένα μας παπούτσια και τα κοστούμια. Μου φάνηκε περιπαικτικό και άρχισα να γελάω. Με όλο τον εξοπλισμό που μας παρείχαν κινδυνεύαμε σύντομα να ακούσουμε το : «Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ, στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες»
Μια νέα κοπέλα μας έδειξε όχι μόνο πως γίνεται να μην ρημάξεις τη ζωή σου σε μια μικρή κώχη, αλλά πως μπορείς να μετατρέψεις αυτή την κώχη σε ολόκληρο τον κόσμο…..
Δεν θυμάμαι το όνομά της.
Και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είναι θολά πια στη μνήμη μου.
Αρκετές φορές όμως, έκτοτε, σήκωσα ένα ποτήρι στην υγεία της, ευχόμενος να είναι καλά και να έχει βρει την ήρεμη γωνιά της.
Leave a comment