Ως κλασική Ελληνίδα, προτιμώ να πεθάνω παρά να αποδεχτώ οτι μπαίνω -26 χρονών γαιδούρα- στην πραγματική ενήλικη ζωή. Τόσα χρόνια για ό, τι χρειαζόμουν, βρισκόταν μια μάνα, ένας πατέρας, ένα πανεπιστήμιο να με κάνουν να νιώθω πως κάποιος θα μου σώσει τον κώλο στη στραβή.

Άσε που οι εστίες και οι συγκατοικήσεις, πολύ με βόλευαν, γιατί ούτε έτρεχα να πληρώσω λογαριασμούς, ούτε είχα να κάνω όλες τις δουλειές μόνη μου. Ζάχαρη.

Τώρα που μεγαλώνεις όμως, μικρή μου κακομαθημένη, πρέπει να αποφασίσεις τι θέλεις να κάνεις στη ζωή σου και παράλληλα να πληρώνεις τη ΔΕΗ. Τραγικό.

Έτσι, αγαπημένοι μου, αποφάσισα να προσαράξω στο Μικρό Σπίτι στο Βύρωνα που έχει ιστορία βαριά, καθώς πάππου προς πάππου ανήκει στο Καλπαξογλέικο και αυτό είναι σοβαρό. Αυτό το σπιτάκι το αγαπώ γιατί είναι φτιαγμένο με μεράκι και καλή ενέργεια από τον Πατέρα Μιχάλη. Έχει ρε παιδί μου μια κουλτουροταυτότητα, σα να μπαίνεις μέσα και να σου πέφτει στο κεφάλι ένας Μπετόβεν, ένας Χατζιδάκις και η Μαύρη Φόρντ -με τη 13χρονη εντός- αυτόματα. Επίσης, επειδή ο ολόχρυσος o μπαμπούλής μου είναι για το ίδρυμα σαν και του λόγού μου, είχε φροντίσει να ηχομονώσει όλους τους τοίχους για να μπορεί να ακούει τις μουσικές του τις πεθαμενατζίδικες τέρμα-χωρίς να του βράζουν κόλυβα οι δίπλα- και φυσικά για να μην ακούει το Γιάνγκο Δράκο από τη μία μεριά και το Θεοχάρη από την άλλη. Επιπλέον, παρά τον ελιτισμό του, μετατράπηκε σε μπογιατζή-με κάτι παλιά Gucci, μη φανταστείς καμμιά πλέμπα- και έκανε τεχνοτροπίες με το χέρι στους τοίχους. Για να καταλάβεις κουλαμάρα, μπαίνεις κουζίνα και διακτινίζεσαι σε υπόσκαφο στη σαντορίνη με τοίχο στούκο βενετσιάνο. Εγώ από την άλλη, δε μπορώ να ζωγραφίσω ούτε ανθρωπάκι και μισώ όλους όσοι πιάνει το χέρι σας. Σιχαμένοι.

Ζαλωμένη 3 βαλίτσες, μπαίνω μέσα στο σπίτι, με χαρά χωρίς λόγο -τύπου Carrie Bradshaw- και ανοίγω το γενικό. Ρίχνω μια ματιά στην κουζίνα, το μπάνιο και το υπνοδωμάτιο και νοητά το έχω μετρατρέψει σε κλάσματα, στο σπίτι των ονείρων μου. Κοιτάζω τις κουρτίνες που θέλουν φρεσκάρισμα και μεταμορφώνομαι σε Μαίρη Παναγιωταρά και το δωμάτιο σε βασίλειο χλωρίνης με άρωμα λεμόνι, τι ωραία μυρωδιά. Ηδονή. Βλέπω, πως η κουζίνα έχει μέσα τα πάντα, μέχρι και χοντρά καλαμάκια. Το υπνοδωματιο που ανήκε στον αδερφό μου, είναι ένα μικρό παράρτημα της Disney αλλά εντάξει, θα στρώσει.

Πλησιάζω σαλόνι, ανάβω τα φώτα και… ήταν εκεί! Μισοψόφια, αναποδογυρισμένη με τα απαίσια πόδια της στον αέρα να κάνουν σπασμούς. Ξέρεις ποιά εννοώ. Μη το πεις. Μη το σκεφτείς καν. Αφού της έριξα όλο το εργοστάσιο της Baygon και της Softex (κλείνει αυτή; τα τελευταία πέταξα στο πτώμα η ιερόσυλη/δουλη;) πάνω της, κάθησα στον καναπέ και κοιτούσα το βουνό, με χέρι στο σαγόνι σα το Σταύρο Θεοδωράκη, θου κύριε. Δεν τόλμαγα να ακουμπήσω, δεν είναι της τάξεως μου άλλωστε, τι θα πει ο κύκλος μας. Και εκεί που έλεγα τον πόνο μου σε όποιον ήταν online στο fb και μίλαγα παράλληλα με το μπαμπά μου να με παρηγορήσει, έγινε το θαύμα! Η γειτόνισσα του δίπλα διαμερίσματος με ρόλει στο κεφάλι ήρθε ως μάννα εξ ουρανού να με καλωσορίσει. Αφού με αγκάλιασε και μου είπε πόσο χαίρεται που θα μείνω δίπλα της -γιατί δεν ξέρω αν σου ανέφερα πως εδω και κάποια χρόνια μένουν και δύο Σύροι (οι πιο συμπαθείς κάτοικοι της πολυκατοικίας και κυρίως ΖΩΝΤΑΝΟΙ) στο ισόγειο και τους φοβάται (?)- έκανε το λάθος να μου πει πως ό, τι χρειαστώ είναι στη διάθεσή μου. Περιττό να σας πω, πως αφού γυάλισε το μάτι μου, το δεξί το καλό, της έδειξα με το δάχτυλο, χωρίς να κοιτάω, την εκδίκηση του κωλόχαρτου στο πάτωμα και την ενημέρωσα πως κείτεται πτωματίνι από κάτω. Με κοίταξε με ύφος Άσπας Τσίνα “δεν καταλαβαίνω την έκρηξή σου” και κατευθύνθηκε ατάραχη στο αντικείμενο του φόβου μου. Παιδιά, νταξ, μάζεψε πτώμα με την ίδια ευκολία που πέρασε μπικουτί στο μαλλί και βγήκε στο διάδρομο της πολυκατοικίας. Τόσο άνετη. Φίλη μου επισήμως.

Ο εφιάλτης του ποτηριού.

Ξέρεις τι είναι να σε δέρνει το OCD (αλύπητα) και τα ποτήρια να μην είναι τοποθετημένα κατά σειρά μεγέθους/είδους και να βρίσκονται και στο ΠΑΝΩ ΠΑΝΩ ΡΑΦΙ; Αφού κόντεψα να ξεράσω το νεροχύτη-παρεμπιπτόντως στάζει- στη θέα της ατελείωτης “αταξίας”, πήρα την απόφαση να σκαρφαλώσω στον πάγκο και να τα κατεβάσω, ώστε να μπουν στη σειρά που…πρέπει. Ναι, να σκαρφαλώσω στον πάγκο, γιατί δεν ξέρω αν σας έχω πει πως ο θεός σας, όσους πόντους γλώσσα μου έδωσε, τόσους πόντους ύψος μου έκοψε. Και κώλο. Αλλά δεν θα βοήθαγε στο σκαρφάλωμα, εκτός αν ήμουν η Κιμ να τον κανω υποπόδιο. Μιά και δυό παίρνω το σκαμνάκι του αδερφού μου που χρησιμοποιούσε για να ανεβαίνει στη λεκάνη και σκαρφαλώνω στον πάγκο πατώντας στα γόνατα.

Ούτε πάνω στον πάγκο έβλεπα το βάθος-κήπος των ντουλαπίων και κάθε φορά που νόμιζα ότι τα έχω πιάσει όλα, με την άκρη του ματιού μου έβλεπα το κρυμμένο κουπάκι να γελάει με το 1.61 μου. Έτσι, βούτηξα μια κουτάλα και προσπάθησα με κινήσεις μπαλαρίνας να σούρω τον κρυμμένο θησαυρό έξω, καταλήγοντας σε λίγα λεπτά νευρασθενικιά απ’ την ισορροποία του τρόμου. Κατεληξα πιό χαριτωμένη απ΄ το Ρώμα στο “Λίφτινγκ” και πιο υστερική από τη Ρώπα στο “Τι ψυχή θα
παραδώσεις μωρή;”. Ή γενικά από τη Ρώπα. Να μη σας τα πολυλογώ, έχω από ποτήρια για κονιακ, μέχρι φλυτζανάκια για τούρκικο. Και μίξερ μεγάλο και πολύπλοκο σαν πλυντήριο. Και κάτι άλλα που δεν καταλαβαίνω τι είναι. Αλλά τουλάχιστον όλα είναι σε τάξη.

Οι υπόλοιποι κάτοικοι της πολυκατοικίας πρέπει να ενημερωθούν πως έχουν πεθάνει. Κρίμα να κοροιδεύουμε νεκρούς ανθρώπους. Παιδία, αλήθεια, οι συγκεκριμένοι νεκροί είναι πάνω από 1000 ετών και δε μηδενίζουν κοντέρ. Δεν ακούγεται τίποτα, ο τάφος του Ινδού. Νομίζω πως συγκατοικώ με 10 ποτηράκια για μασέλες και άπειρες σακούλες φαρμακείου. Άσχετο, αλλά έχω ψυχολογικό με τις σακούλες των φαρμακείων, όχι τις πλαστικές, αυτές ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ, τις πάνινες που υποδηλώνουν πως είσαι τρελό πελατάκι της χάπας. Νομίζω πως μυρίζουν τσίσα και παππουδίλα. Κάτι δικά μου ιδρυματικά τέλος πάντων.

Πάνω πάνω μένει ο αδερφός του παππού μου του Νίκου του μακαρίτη (παραδειγματιστείτε πια), ο παππούς Γιάννης. Αυτός-χήρος γαρ- ξαναπαντρέυτηκε μια Αλβανή και από τότε σου λέει, κάνενας από το σόι μας δεν του μίλαγε, εκτός από το μπαμπά. Εδώ που τα λέμε βέβαια και βέρα Αθηναία από Τζάκι να ήταν, πουτάνα θα την ελέγε η γιαγιά, που τόλμησε να πάρει τη θέση της Μάγδας, που σημειωτέον, εννοείται πως όσο ζούσε πουτάνα την ελέγε και αυτή. Μη με ρωτήσετε γιατί. Σε κάθε σπίτι ένας τρελλός, στο δικό μου όλοι (μας). Ο καψερός παππούς Γιάννης λοιπόν, έχει άνοια γιατί είναι και κοντά στα 90 ζωή να ‘χει. Έτσι, κάθε φορά που με βλέπει του λέω πως είμαι η Αγγελική, η κόρη του Μιχάλη, του γιού του Νίκου. Αυτός, είτε με περνάει για τη γιαγιά μου την κακότρελη-που ανάθεμα τον πατέρα μου, έχω το όνομά της- είτε απλά δεν καταλαβαίνει ποιό Μιχάλη εννοώ. Δε θα μάθω ποτέ. Έτσι και εγώ δεν του έχω μιλήσει -ούτε και στην πουτάνά του- και συνεχίζουμε τις ζωές μας, δυό ξένοι. Οι υπόλοιποι γέροι της πολυκατοίκιας είναι του ιδίου συνδικάτου, σάβανα κρατούν και κεριά μοιράζουν.

Με την απόφαση να μείνω μόνη μου, θεώρησα σωστό να βάλω μια γενικότερη τάξη στη ζωή μου. Να σταματήσω ας πούμε να τρώω ό, τι μαλακία βρεθεί μπροστά μου. Ζω 10 χρόνια, με πίτσες, σουβλάκια, μακαρόνια σε παραλλαγές και σοκολάτα. Φρούτο και λαχανικό δεν ακουμπάω γιατί έχω χρόνια να φάω, μη πάθω καμμιά αλλεργική αντίδραση. Το νερό το βλέπω μόνο μπανιέρα-λεκάνη-νεροχύτη και αντ’ αυτού πίνω coca coλίτσα ωραιότατη. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη σα να παίζω σε διαφήμιση διακοποδάνειου. “Πρέπει να το πάρεις απόφαση”, σκέφτηκα. Δεν είσαι πια 20 χρονών. Μεγαλώνεις. Αν δε θέλεις να γλείφει ο κώλος σου πεζοδρόμιο και η ρυτίδα να γίνει κολιέ, πρέπει να μάθεις να τρως υγιεινά. Πέταξα στα σκουπίδια τα φυλλάδια των delivery της γειτονιάς, αποφασισμένη και έτοιμη για όλα. Πήγα και αγόρασα φρούτα, λαχανικά, τσάγια, γιαούρτια, γάλα καρύδας, βρώμη, αυγά και όσπρια να νιώσω ρε παιδί μου και εγώ λίγο Καγιά, λίγο Βανδή, λίγο Πετρουλάκη-Ίβιτς. Λίγες ώρες και πολλά λεφτά μετά, τα κοιτούσα τακτοποιημένα στα ραφάκια τους και αναρωτιόμουν πως να πέρναγε ο Σπύρος Σούλης και η Ορθούλα Παπαδάκου με την ασιτία στο Survivor. Είναι η στιγμή εκείνη που αναρωτιέσαι αν πέρασε το σκουπιδιάρικο και μάζεψε τα σκουπίδια (με τα φυλλάδια) απ’ τον κάδο. Έπνιξα τον πόνο μου σε μια γαβάθα μακαρόνια με 3 κιλά τυρί.

Αλήθεια τώρα, όταν λέει η Πετρουλάκη: “έαν έχετε υπογλυκαιμίες, πιείτε μια κούπα τσάι με μέλι και θα περάσει σε 20 λεπτά”, γιατί απορείτε που τη δέρνει ο Ίβιτς;;

Τέσπα.

Άλλο θέμα. H Hol, δεν έχει έρθει ακόμα να μου συνδέσει τηλέφωνο και ίντερνετ. Και χέστηκα για το τηλέφωνο. Χωρίς ίντερνετ όμως δε ζει άνθρωπος στις μέρες μας. Λάθος. Διαπίστωσα πως ζει. Ζουν δηλαδή (σχεδόν). Αναμεσά μας και προτιμώ τα Νεφελίμ φίλε μου Λιακόπουλε. Σκέφτηκα βλακωδώς, μέχρι να μπει το ίντερνετ να ζητιανέψω από κάποιο γείτονα τον κωδικό του wifi του. Φτωχή μου εξαρτημένη, ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΙΝΤΕΡΝΕΤ τα γερόντια στην πολυκατοικία των ζωντανών-νεκρών! Γιατί τί να το κάνουν το ίντερνετ στον Άδη; Να ενημερώνονται με εβδομαδιαίο Charondas Newsletters, πως πάν’ τα κέρδη στον Αχέροντα;;; Δεν πειράζει χρυσό μου, είπα στον εαυτό μου, θα κάνεις τις δουλειές σου, θα διαβάσεις κανά βιβλίο, θα μιλήσεις στο τηλέφωνο, θα βάψεις 7 φορές τα νύχια σου και θα περάσει η ώρα. Το τι καρδιολογία έχω διαβάσει; -απο τη Step Mother ντε, που έχει αφήσει όλα τα βιβλία της Ιατρικής Πατρών στο σπίτι-σου κάνω εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς με νύχι γαλλικό, 7 φορές βαμμένο, αύριο! Το τι έχω περάσει ημερομηνίες, τόπο και ονόματα στις φωτογραφίες του υπολογιστή, το τι κρέμες έχω ρίξει στα μούτρα και στο κορμί μου; το τι νέες συνταγές έχω επινοήσει για να τρώγονται τα σκατά που πήρα; Τέλος, δεν πιάνει και το κινητό εδώ μέσα, άρα 4G πάπαλα. Εάν δε σας απαντάω στα μηνύματα, μην παρεξηγείστε δε σας γράφω, απλά δε μπορώ. Ή σας γράφω, εξαρτάται.

Επίσης, ως μικρό χωριό έχουμε και εμείς την τρελλή μας. Δεν ξέρω το όνομά της (ακόμα). Είναι μια γριά, με λευκό μαλλί και βραχνή-από τσιγάρο-φωνή. Κάτι σαν τον Καρβέλα ας πούμε. Κυκλοφορεί με παντόφλα και ρόμπα στους δρόμους και βρίζει ακατάπαυστα όποιον βρεθεί στο διάβα της. Ξεκινάει τον προλογάκο της έξω από την πολυκατοικία που μένει, κάνει μια στάση στο φούρνο για τα πρώτα, τα χοντρά και συνεχίζει το προγραμμά της στρίβοντας στο στενό μας. Δύο φορές την άκουσα να αναφέρεται με μένος σε έναν Γιώργο. Είναι μουνόπανο και κλέφτης, είπε. “Κρίμα, είναι λίγο διανοηκή” που θα’ λεγε και η γιαγιά η Ολυμπία. Εγώ πάντως, πολύ τη συμπαθώ που χώνει.

Αυτά που λέτε αγαπημένοι μου. Με μάθατε πια, δεν κάνω επίλογο όπως δε λέω και αντίο.

Τα λέμε ξανά.