Ούτε 10 ετών δεν ήμουν όταν άκουσα για πρώτη φορά τον “Κύρη του Σπιτιού”. Με πατέρα φουλ στο Beethoven και μάνα στους Doors, δεν καταλάβαινα ακριβώς το είδος της μουσικής που άκουγα. Δυνάμωσα την τηλεόραση και άκουσα τη μάνα μου να τραγουδάει από την κουζίνα.

Δεν πάμε καλά, η μάνα μου τραγουδάει ελληνικό στίχο;!

-Μαμά; Ποίοι είναι αυτοί οι κύριοι;

-Αυτός είναι ο Μεντζέλος.

-Και ο άλλος με το μαλλί;

-Αυτός είναι ο Μιθριδάτης.

-Ο ποιός;…

Μ-Ι-Θ-Ρ-Ι-Δ-Α-Τ-Η-Σ

Δε θα μπορούσε να τον λένε Γιάννη, Γιώργη, Κώστα ή Θανάση. Μεγάλωσε στην Κυψέλη από καλλιτέχνες γονείς και κοιτάζοντάς τον, εύκολα κανείς διακρίνει αυτό το παράξενο πάντρεμα…την μαγκιά του κέντρου και τη φινέτσα της τέχνης.

Από μικρός είχε αυτό το εκνευριστικό ταλέντο, του να πιάνει χώμα και να το μετατρέπει σε χρυσό. Είναι το άτομο που σε ηλικία 5 ετών κοιτούσε το είδωλό του στον καθρέφτη και το σχεδιάζε.

Μεγάλωσε παρακολουθώντας πρόβες, γυρίσματα και παραστάσεις, κρυμμένος στις κουίντες και τα καμαρίνια των χώρων που έπαιζαν οι γονείς του. Έτσι, σαν η ζωή του να ήταν προκαθορισμένη συνειδητά, πέρασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και ξεχώρισε αμέσως κάνοντας πολλούς να τρώνε τη σκόνη από τα κάρβουνά του. Μπορεί να μην εμπνεύστηκε ένα νέο “Drip Color” όπως το τότε είδωλό του Jackson Pollock αλλά σε συνεργασία με 2 υπέροχους ανθρώπους, φέρανε τη Hip-Hop στην Ελλάδα.

ΗΜΙΣΚΟΥΜΠΡΙΑ

Δε μπορώ να μην κάνω μια μεγάλη παρένθεση για να μιλήσω για τα Ημισκούμπρια. Δεν ξέρω πόσες φορές έχουν απαντήσει στο “από που βγαίνει το Ημισκούμπρια”. Νομίζω πιο πολλές και από το “δηλαδή αλήθεια, σε βάφτισαν Μιθριδάτη;;;”. Δεν ξέρω επίσης εάν υπάρχει και κάποια περίοδος που να μην έχω συνδέσει στη ζωή μου με κάποιο τραγούδι τους. Είναι τόσα πολλά τα χρόνια, που αισθάνεσαι πως κουβαλάς μαζί σου μια συντροφιά που κάνει τη ζωή πιο υποφερτή, βελτιώνοντάς σε πολύπλευρα.

Πόσο θράσος και θάρρος χρειάζεται λοιπόν κάποιος για να φέρει τη Hip-Hop στην Ελλάδα το ’90; Μα καλά, τί σκεφτόντουσαν;

Τρεις παράξενοι τύποι, κάνανε τη μουσική επανάσταση και έφτυναν γαρύφαλλα στα μούτρα του κάθε ενός Γιώργη σοβαροφανή ξεφτίλα. Φίλε, τα άτομα έβγαιναν και σατύριζαν Αριστοφανικά την καθημερινότητα που όλοι ζούσαμε παίζοντας το ρόλο του πρωταγωνιστή και τους κοιτούσαν όλοι σοκαρισμένοι. Είναι αυτό το συναίσθημα που γελάς, μερικά δευτερόλεπτα μετά βρίσκεις τον εαυτό σου μέσα στο ίδιο σου το γέλιο και μετατρέπεται σε παγωμένη γκριμάτσα που σε κυνηγάει.

Επιστρέφω στον πρωταγωνιστή του κειμένου, γιατί εάν με αφήσετε μπορώ να γράφω τόμους για τα Ημισκούμπρια.

Αυτός ο περίεργος τύπος λοιπόν, στην Ελλάδα των 90’s έβαφε το μουσάκι του, φορούσε σκουλαρίκι στη μύτη και έλεγε ευθαρσώς την άποψή του δημοσίως. Είναι το “κακό παιδί” που όμως, όλες οι μαμάδες θα ήθελαν για γιό. Γιατί έλεγε την αλήθεια με ύφος καυστικό αλλά παράλληλα με τρόπο διάφανο, που απαγορεύει τις παρεξηγήσεις. Από μικρός έμοιαζε σαν το δάσκαλο που όλοι χρειαζόμασταν, ένα δάσκαλο που δε θα μας μάθαινε να “παπαγαλίζουμε” αλλά να σκεφτόμαστε. Πως να πηγαίνουμε κόντρα ή- για τους πιο δειλούς-, πως θα αντιλαμβανόμαστε αυτούς που μας κάνουν “παπαγάλους” και αργότερα υπάκουους στρατιώτες μέσα στο σύστημα που για εμάς έχουν φτιάξει.

Άκου το “Ντου Γιου Λοβ Μι” ανοιχτά και θα αναβαθμίσεις την αισθητική σου, το “Μόνο Εσύ” και ερωτεύσου με διαφορετικό τρόπο, τη “Νύφη” για να διαλέξεις στρατόπεδο, το “Τρεχα Μαδαφάκα” για να γελάσεις με τα μούτρα σου και το “Ποτέ” για να σταθείς στο ύψος σου. Ποιός αλήθεια πλέον έχει το θάρρος να σου διδάξει ήθος και διαφορετικότα ταυτόχρονα; Να σε μάθει πως αυτά που τόσο καιρό κρατούσες ως αξίες σταθερές, μπορεί να είναι απλά μια ανόητη κοινωνική νόρμα που σε καταδιώκει; Να σε παρακινήσει να κοιτάξεις βαθιά στην ψυχή σου και να τολμήσεις να πράξεις συγκροτημένα και έντιμα αυτό που για χρόνια αρνείσαι να δεις;

Τόλμησε να πετάξει την πολυφορεμένη και βολική μάσκα του καλού παιδιού-που τα περισσότερα δημόσια πρόσωπα υιοθετούν και βγάζουν μόνο για να την ακουμπήσουν στο κομοδίνο πριν κοιμηθούν-μαθαίνοντάς μας πως αυτός που λέει την αλήθεια, δεν είναι πάντα ο κακός. Έχει τόση πληροφορία που τρέχουμε για να  προλάβουμε το νου του. Ακούμε ένα στίχο, μελετάμε τις ψαγμένες αναφορές και μπαίνουμε ήπια στο δικό του κόσμο. Αυτός ο κόσμος μοιάζει ατελείωτος, περίπλοκος και συνάμα τακτοποιημένος. Ξεκάθαρη γνώση αλλά όχι μασημένη τροφή, για δυνατούς λύτες αλλά και κόσμο που θέλει να προσπαθήσει. Είναι σημαντικό αυτό που σκέφτεται μια -έστω μικρή- μερίδα κόσμου να έχει κάποιος το σθένος να το μετατρέπει σε δημόσια τέχνη.

Ξυπνήσαμε, σκεφτήκαμε, ταυτιστήκαμε. Αφήσαμε τις μελωδίες και τα λόγια του να μας στριμώξουν, να μας αλλάξουν και να μας εμπνεύσουν. Εξ’ αιτίας όλων αυτών, μαλώναμε με τους γονείς μας γιατί δε μας πήγαιναν στα live, επειδή ήμασταν μικροί και με τους γείτονες γιατί παίζαμε τη μουσική στη διαπασών. Αν τον καταλάβεις, δεν έχεις περιθώρια να μην τον θαυμάσεις, είναι οξυδερκής, εκνευριστικά ευφυής, σοβαρός, αυστηρός, με καταπληκτική κριτική ικανότητα και καυστικό χιούμορ. Ακούγεται αντιφατικό αλλά έχει συνδιάσει τον ελιτισμό με την αγάπη για τη διαφορετικότητα και την καλλιτεχνική αλαζονεία με την ταπεινότητα.

Έτσι λοιπόν, σαν παιδί που αχόρταγα αποζητά φροντίδα απο τους γονείς του, εγωιστικά και εμείς ζητάμε να συνεχίσει αυτό που τόσα χρόνια κάνει, να δημιουργεί καλύτερους ανθρώπους.

Σου χρωστάμε πολλά ρε άνθρωπε…

Τα λέμε ξανά…

*Photo by Helen Sotiriadis