ΝΑ ΘΥΜΑΣΑΙ, ΡΕ : ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΟΣ!
Η γιαγιά Ελισσάβετ, από κοσμοπολίτικη οικογένεια του Ικονίου – πάντα, θυμάμαι ,όταν μίλαγε με την αδελφή της την Αλεξάνδρα ανακατεύανε λέξεις από 3-4 γλώσσες. Κεφτεδάκια σαν τα δικά της δεν ξανάφαγα ποτέ. Ούτε και παγωτό καϊμάκι…
Και ο παππούς Μιχάλης, από μικρός στο εμπόριο, έχασε από αρρώστια την πρώτη του γυναίκα και δεν κατάλαβε τις εξελίξεις. Έτσι, βρέθηκε να «συνωστίζεται» στη αποβάθρα της Σμύρνης και μετά να «λιάζεται» στις σκηνές στην Δραπετσώνα κανα δυο χρόνια, όπου και γνώρισε την γιαγιά.
Τυχεροί που τους έδωσαν 300 μέτρα στα βράχια του Βύρωνα να φτιάξουν σπιτικό και ένα εμπορικό με εισαγωγές από την «εγγύς ανατολή». Μόνο που – πριν φτάσουν στην εφηβεία τα δύο τους αγόρια,- η Γερμανική κατοχή έκανε παλιόχαρτα τα χρήματα στην Τράπεζα και η καταστροφή των υποδομών ακύρωσε το εμπόριο.
Φθινόπωρο του ΄42 πήρε ο παππούς τον 10χρονο τότε πατέρα μου και το καρότσι που είχαν να κουβαλάνε τα εμπορεύματα από την αποθήκη- το μόνο που απόμεινε από το μαγαζί – και κατέβηκαν στην Κλαυθμώνος : «εκτελούνται μεταφοραί». Ένας αρχιμανδρίτης τους έδωσε να πάνε στην αρχιεπισκοπή ένα σκρίνιο και με τα λεφτά, ο παππούς αγόρασε δύο οκάδες σταφύλια που είχε δει στο στενό πιο πίσω. Άπλωσε τα σταφύλια στο καρότσι και τα πούλησε. Με τα λεφτά πήρε στραγάλια και σταφίδες, έδωσε μια χούφτα στον μικρό να φάει να στηλωθεί και πούλησε τα υπόλοιπα.
Μετά την κατοχή είχε μανάβικο στο Βύρωνα. Μα του ‘μεινε κουσούρι και δεν έβαζε λεφτά στην Τράπεζα.
Οι μνήμες μου από τον παππού αρχίζουν μετά το πρώτο εγκεφαλικό. Καθόταν στην καρέκλα – σαν αυτές που σήμερα λέμε του σκηνοθέτη – και έκοβε το 22άρι το άφιλτρο στη μέση. Έβαζε το μισό στην πίπα και το κάπνιζε πίνοντας τον καφέ του, με ένα ποτήρι παγωμένο νερό. Με κοίταγε και γέλαγε, βαθειά.
Τότε μόλις είχα πάει στο δημοτικό και όσοι άκουγαν το επώνυμό μου λέγαν, κάπως: Α! είσαι πρόσφυγας! Ο πατέρας μου σαν του το΄λεγα έσφιγγε τα χείλη και ψιθύριζε: εμείς είμαστε πιο Έλληνες, να τους πεις… Αλλά το σταμάταγα γιατί τον ένοιωθα που ζοριζόταν.
Οπότε ρώτησα και τον παππού:
– «Είναι κακό να είσαι πρόσφυγας, παππού;»
– « Όχι, μικρέ» μου είπε, «τώρα δεν έχεις ανάγκη, παλιά ήταν κακό»
– «Γιατί, ήταν κακό παλιά, παππού;» επέμεινα
Κάπως πρέπει να το σκέφτηκε γιατί τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο και μου είπε: «ε! έτσι… γιατί ο πρόσφυγας.. να, εξαρτάται η ζωή του από την καλοσύνη των ξένων..»
Μετά το βλέμμα του κάπου ταξίδεψε πίσω μου.
Από το εγκεφαλικό, λέγαν οι μεγάλοι, αλλά εγώ δεν το νομίζω, γιατί μετά με κοίταξε στα μάτια και μου είπε σοβαρά:
– «Να θυμάσαι, ρε… να είσαι καλός!…»
Τούτες τις μέρες με όσα βλέπω στεναχωριέμαι και παγώνω. Δεν μπορώ να κάνω αναλύσεις, ούτε τοποθετήσεις. Θυμάμαι το βλέμμα του παππού – δεν ξέρω αν και πόσο μπόρεσα να ακολουθήσω τη συμβουλή του, είναι, όμως το μόνο που μπορώ να σας πω:
– Να θυμάστε, ρε σεις, να είστε καλοί!
Leave a comment