Καμμιά φορά δεν ξέρεις πως να κάνεις τα συναισθήματα σου λέξεις.
Καμμιά φορά, δεν ξέρεις εάν και πόσο πονάς γιατί δεν έχεις κουράγιο ούτε να αντικρίσεις αυτό που έχεις να αντιμετωπίσεις. Καμμιά φορά ενώ τα κουτσοκαταφέρνεις με τη συγγραφή δε μπορείς να κάνεις ένα πρόλογο της προκοπής.
Έτσι, θα σας το εκθέσω απλά. Το κείμενο αυτό μιλάει για τη μητέρα μου και το θανατό της.
Μαμά, θα τα γράψω. Όπως έγραφες και εσύ σε περιοδικά και βιβλία αυτά που είχες στο νου σου χωρίς δεύτερη σκέψη. Μη με παρεξηγείς, με ξέρεις. Η μόνη μου λύτρωση είναι πως έφυγες ξέροντας πόσο σε αγαπάω.
Ξέρεις, τώρα είναι όλα αλλιώς. Δε μου λείπεις πια πολύ.
Καμμιά φορά ξεχνάω την ακριβή μορφή σου και νιώθω άσχημα. Κοιτάζοντας όμως στον καθρέφτη και στις συνήθειές μου σε ανακαλώ με κρυφή χαρά.
Θυμάμαι όλα αυτά τα ωραία μικροπραγματάκια που αγόραζες για το σπίτι. Μπορεί να έδινες τα τελευταία σου χρήματα σε διαλεχτά διακοσμητικά, αν δεν είχαν προλάβει τα βιβλία να στα “φάνε όλα”. Θυμάμαι πως δεν ήσουν κοκέτα και σαν με έβλεπες όλη μέρα στον καθρέφτη ορκιζόσουν πως δεν είμαι παιδί σου. Πόσο σε παρακαλούσα να πας κομμωτήριο, να βαφτείς, να χάσεις αυτά τα 7 κιλά που σε βασάνιζαν. Και όλο μου έλεγες ναι, και όλο σε έβρισκα χωμένη στην τρύπα σου να διαβάζεις άπειρα βιβλία και να γράφεις. Και στο προσκέφαλό μου όμως, έβρισκα πάντα κάποιο προτεινόμενο βιβλίο, σαν πάντα να ανταποκρινόταν σε αυτό που με βασάνιζε. Σε ευχαριστώ γι’ αυτό.
Και σε ευχαριστώ που ήσουν τόσο καλή μάνα ενώ δε γεννήθηκες ακριβώς γι’ αυτό.
Αν και δε τα κατάφερνες πολύ στη μαγειρική, φαγητό δεν έλειψε ποτέ από το σπίτι και τα ρούχα μου ήταν πάντα σιδερωμένα και μοσχοβολιστά. Είχες τέτοια υπομονή μαζί μου, που νομίζω ποτέ δε θα έχω με κανέναν άνθρωπο. Από όλους κάτι είχες να πάρεις και να δώσεις, έτσι έλεγες, και να σταματήσω να είμαι σνομπ και ελιτίστρια με τους ανθρώπους έλεγες. Και εγώ σε μάλωνα που άνοιγες το σπίτι σε παρέες και μου τάραζες την μονοχνοτίλα μου. Ήσουν το παιδί που μεγάλωνα, εγώ σου έδινα ασφάλεια και εσύ αγάπη. Αυτά που έλεγες και με εκνεύριζες, τώρα τα ακούω με την ίδια τη φωνή μου.
Θυμάμαι ακόμα το ξακουστό σου κέικ. Όλη η γειτονιά το λάτρευε και όταν το έφτιαχνες δεν πέρναγε μια μέρα για να εξαφανιστεί. Ίδιο δεν το ’κανα ποτέ και ας το φτιάξαμε παρέα χίλιες φορές.
Φόραγες πάντα αέρινα ρούχα, συνήθως λευκά. Ζούσες σε ένα δικό σου κόσμο και δε σου άρεσε να “προσγειώνεσαι”. Και εγώ πάντα προσγείωνα τα πάντα. Bad for me.
Έκανες όνειρα σαν παιδί και εγώ σε κοροίδευα που τα πίστευες τόσο. Ζήλευα ίσως που εγώ δεν ήμουν έτσι.
Τώρα κάνω και εγώ καμμιά φορά, αλλά μην το πεις.
Σου θύμωσα που με άφησες πίσω μόναχή μου. Σου θύμωσα που δεν πρόλαβα να σε ευχαριστηθώ πάνω που καταλάβα την αξία σου. Σου θύμωσα που τράβηξες τόσο απότομα τον ομφάλιο και με πέταξες στην πραγματικότητα που εγώ σου δίδασκα, σα να με τιμωρείς που δε σε άφηνα να αιθεροβατείς. Όλοι λένε πως είσαι κάπου και με προστατεύεις, πως πάντα θα υπάρχεις. Εγώ δεν το νιώθω αυτό. Δε σε νιώθω κοντά μου. Βλέπω τα μάτια σου στα μάτια μου όμως και αυτό μου αρκεί πια. Πάντα ήσουν περήφανη για μένα και νομίζω και τώρα θα ήσουν. Πέρασα δύσκολα που έφυγες έτσι, να ξέρεις. Γέμισα φόβους και κακές σκέψεις, στεναχωρήθηκα πολύ, πένθησα αργά, έχασα το κουράγιο μου.
Μη με περνάς για καμμιά ηρωίδα μάνα μου, όμως. Δε το πέρασες αυτό, θα στο εξηγήσω.
Όλοι οι άνθρωποι κατασκευαστήκαμε έτοιμοι να χάσουμε τους γονείς μας. Όταν η ώρα έρχεται όσο και να πονάς, όσο μικρός και άν είσαι, με ότι τρόπο και να πεθαίνει ο γονιός, το σώμα ξέρει να αμύνεται. Ο νους ξέρει πως να σε κάνει να το ξεπεράσεις. Αρκεί να αφήσεις τη σοφία της φύσης να σε κατευθύνει.
Με έκανες ελεύθερη και γέμισες το νου μου αυτοπεποίθηση. “Ξέρεις εσύ τι πρέπει να κάνεις” έλεγες. Ήξερα.
Μέχρι τη στιγμή που κατάλαβα οτι δεν ήξερα τίποτα. Γιατί η σιγουρία που εσύ έχτισες για μένα, γύρω από μένα, πλακώθηκε μαζί σου, με το μάρμαρο του τάφου σου.
Πάντα γκρίνιαζες εύκολα. Γι’αυτό δε γκρινιάζω. Ποτέ δεν είχες αντοχή στον πόνο. Γι’αυτό δύσκολα παραπονιέμαι πως πονάω. Εκείνο το βράδυ έλεγες αλήθεια. Δε μπορούσες να αναπνεύσεις και το εννοούσες.
Το ήξερα. Έβλεπα στα μάτια σου την ανημπόρια και βίωνα τον πόνο του γονιού που δε μπορεί να κάνει κάτι για να σώσει το παιδί του. Δεν μπορούσα. Ο γιατρός σου έδωσε Λεξοτανίλ. Δεν έπαιρνες χάπια ποτέ και όμως ούτε με αυτά μπόρεσες να κοιμηθείς. Νόμιζα πάλι πως υπερέβαλες και σε μάλωσα. Σου είπα πως βαρέθηκα να σε μεγαλώνω πια και χτύπησα την πόρτα του δωματίου μου.
Την επόμενη μέρα, σε είδα να βήχεις δυνατά. Πλησίασες το νιπτήρα, στήριξε πάνω του το βάρος σου και από το στόμα σου ξέφυγαν δεκάδες μικροσκοπικές σταγόνες αίματος.
Φοβήθηκα μάνα.
Πήρα το θείο τηλέφωνο, τον ενημέρωσα και πήγα κάπου που δε θυμάμαι. Ύστερα από λίγη ώρα χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο θείος και μου είπε σα χαμένος πως καλό θα ήταν να πάω στο νοσοκομείο. Άμεσα.
Νόμιζα πως ήταν απλά μια βαριά ίωση και ταυτόχρονα φοβόμουν πως θα πεθάνεις. Έφτασα στο “Σωτηρία”. Απ’ έξω στεκόταν ο πατέρας μου. Ήταν λίγο χλωμός και η κορμοστασιά του δεν ήταν αρχοντική όπως συνήθως. Τον πλησίασα και μου είπε με ήρεμη φωνή πως τα πράγματα είναι σοβαρά. Τον ρώτησα απευθείας εάν υπάρχει περίπτωση να πεθάνει. Την ώρα που απαντούσε καταφατικά, περνούσε από πίσω ο θείος μου κλαίγοντας, με μια τρομακτική ηρεμία. Τον κρατούσε ο φίλος του ο Γιώργος, που με κοίταξε σα να μου εξομολογήθηκε τι πρόκειται να συμβεί.
Από εκείνο το λεπτό ήξερα πως η μαμά πεθαίνει.
Τη μετέφεραν σε μονάδα εντατικής θεραπείας στο “Αρεταίειο”. Τη διασωλήνωσαν. Εκεί με περίμενε η Κατερίνα με μάτια υγρά, ο Βαλεντίνος, ο Γιώργος, η Ζωή, Ο θείος Πάνος, ο ξάδερφός μου και άλλοι που δε θυμάμαι. Δε θυμάμαι πως ήμουν. Οι ώρες δεν περνούσαν με τίποτα. Κανείς δεν ήξερε τι είχε. Νομίζω πως κανείς δεν ήταν αισιόδοξος. Σε τέτοιες στιγμές δεν ξέρεις εάν είσαι αισιόδοξος βασικά. Υπάρχει μόνο μια παράξενη αίσθηση που σε παραλύει. Νιώθεις πως ο θανατός μας, είναι επιλογή μας. Εμείς τον αποφασίζουμε, εμείς τον πράττουμε.
Το βράδυ οι γιατροί μας είπαν να πάμε σπίτι αφού μας βεβαίωσαν οτι δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι τις επόμενες ώρες.
Πήγαμε σπίτι με τη Ζωή. Δεν κοιμήθηκα.
Την επόμενη μέρα ο μπαμπάς ήταν από νωρίς στο νοσοκομείο και με περίμενε. Ο “βράχος” όπως τον αποκαλώ, είχε διαφορετική φωνή. Άκουγα για πρώτη φορά την αγωνία του για μένα.
Πόσες φορές να την είχε κρύψει και εκείνος και η μάνα;;
Χρυσίζοντας Σταφυλόκοκκος (Panton Valentine Leukocidin).
Τώρα ήταν όλα αλλιώς. Η πραγματική ιδέα του θανάτου ενός κοντινού ατόμου, βγάζει και εμάς απο τον καθημερινό εαυτό μας, μας κάνει ευάλωτους. Πενθείς για αυτό που εσύ θα ζεις από’δω και πέρα χωρίς τον άλλο. Νομίζω πως εάν είναι και γονιός, αναρωτιέσαι “πώς μπορεί να μου το κάνει αυτό”; Και εγώ ποιανού το χέρι θα κρατάω στις δύσκολες στιγμές;
Ήμουν νηστική και άπλυτη για δεύτερη μέρα.
Το ρολοί είχε παγώσει, σαν να ήξερε το αναθεματισμένο πως να αναπαραστήσει το θάνατο.
Μια περίεργη αίσθηση διαπέρασε το σώμα μου. Ζήτησα να τη δω.
Η ξαδέρφη της, που για κακή της τύχη ήταν γιατρός στο νοσοκομείο, με έβαλε στο θάλαμο.
Δεν έχω ξαναπάθει τέτοιο σοκ, ρε γαμώτο.
Είχε ένα σωλήνα στο στόμα και σε διάφορα σημεία του κορμιού της έσταζε κάτι σαν Betadine. Της είπα αστείες ατάκες που λέγαμε μεταξύ μας και της χάιδεψα τα μαλλιά. Παρατήρησα τις ρυτιδίτσες και τις ελιές της. Ήταν αδύναμη, όπως πάντα. Η διαφορά είναι πως για πρώτη φορά, ήμουν και εγώ αδύναμη. Της ζήτησα να μην πεθάνει, εγώ η εγωίστρια.
Λένε οτι ακούνε όταν είναι σε καταστολή. Δεν ένιωσα κάτι τέτοιο.
Ήταν και η τελευταία φορά που την ακούμπησα.
Η ξαδέρφη της, μου είπε γλυκά να φύγω.
Απ’έξω την περίμενε ο ξαδερφός μου. Της έπιασε σφιχτά τους ώμους και της φώναζε σε παραλήρημα να τη σώσει.
Πήγα έξω και δε μίλησα σε κανέναν. Θυμάμαι μόνο την Κατερίνα να μου φέρνει αλμυρά μπισκότα και τη γιαγιά μου να έχει το βλέμμα της στο κενό, σα να ήξερε πως θα μείνει χωρίς το ένα της παιδί πια. Γύρω στις 20.30 μας ενημέρωσαν πως ζει μόνο επειδή τα μηχανήματα της το επιτρέπουν.
Ο σταφυλόκοκκος κατασπάραξε τα πνευμόνια της και μαζί το δικό μου οξυγόνο για 20 λεπτά.
Πάρε ανάσα μικρή Αγγελική.
-Μπαμπά πάμε να τη χαιρετίσω και μετά να φύγουμε. Με κοίταξε διστακτικά αλλά γρήγορα κατάλάβε οτι κατάλαβα αυτό που ήδη ήξερε και μου έδινε χρόνο να δω μόνη μου.
Με πήρε από το χέρι. Σταθήκαμε στην αρχή του διαδρόμου και κοιτάξαμε την πόρτα της μονάδας. Μας χώριζαν 20-25 βήματα για να την φτάσουμε.
-Της αξίζει ένα σωστό αντίο, είπε απαλά ο μπαμπάς.
Περπατήσαμε τα βήματα αυτά αμίλητοι.
Ήξερα πως σε 25 βήματα θα ενηλικιωνόμουν για πάντα.
Στάθηκα έξω από την πόρτα, της είπα πως ήταν η καλύτερη μαμά του κόσμου και της έδωσα την έγκριση να φύγει.
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Δέκα λεπτά αφού φύγαμε η μαμά πέθανε.
Τελικά οι γονείς είναι αυτοί που περιμένουν τη συγκατάθεσή μας για να κάνουν αυτό που επιθυμουν, σκέφτηκα.
Ήταν το πρώτο βράδυ που έφαγα, έκανα μπάνιο και κοιμήθηκα ήσυχη.
Ακούγεται κυνικό αλλά όταν μαθαίνεις τελικά αυτό για το οποίο έτρεμες, λυτρώνεσαι από την αγωνία. Δεν ξέρεις τι θα συμβεί, έχεις απλά στα χέρια σου την αλήθεια σαν κρυστάλλινο νερό, έτοιμη για επεξεργασία.
Στην κηδεία έτρεχαν τα μάτια μου χωρίς να ακούγεται κάτι. Με εκνεύριζαν πολύ οι άγνωστοι που μου εύχονταν συλλυπητήρια χωρίς καν να τους έχω γνωρίσει. Με εκνεύριζαν πιο πολύ οι γνωστοί που δεν είχαν λόγο να είναι εκεί. Δεν μπορούσα πουθενά να βρω στήριγμα και αυτό ήταν παρηγοριά, γιατί αναγκαστικά, έπρεπε να βρω ένα ρόλο. Ο ρόλος του δυνατού είναι πολύ βολικός, καθώς απαλλάσεις τον εαυτό σου από “περιττά” δράματα, μονώνεις το συναίσθημά σου, δεν καταλαβαίνεις πόσο πονάς και η αποστολή σου είναι να βοηθήσεις τους άλλους. Νόημα ξανά.
Κοιτούσα τον πατέρα μου με θυμό. Έαν ήταν αυτός στη θέση της, θα τα είχε καταφέρει. Δεν ξέρω πόσο άσχημα του φέρθηκα εκείνο τον καιρό. Ξέρω απλά πως με έχει συγχωρέσει.
Δεν άφησα τον παπά να ανοίξει το φέρετρο πριν τη βάλουν στο χώμα. Για πρώτη φορά πήρα το ρόλο του παιδιού και είπα “δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω”.
Ποτέ δε ζήταγα βοήθεια ευθέως. Για ένα εξάμηνο μετά το θάνατό της, δε με θυμάμαι. Δε θυμάμαι ποιά ήμουν, τι έτρωγα, με ποιόν κοιμόμουν, πως ζούσα, τι σκεφτόμουν, τι έλεγα.
Δε μίλαγα για αυτό. Έλεγα σε όλους πως είμαι καλά. Και στον εαυτό μου. Έβλεπα όνειρα άρνησης, πως ήταν λέει σε κάποιο μακρινό ταξίδι και θα γύρναγε. Και όταν ξύπναγα η απουσία της με κοροίδευε. Δεν ήθελα να το συζητάω και αρνούμουν κάθε προσέγγιση βοήθειας. Ένιωθα πως δεν είχα κάποιον να μιλήσω.
Ένα απόγευμα στη δραματική σχολή, κάναμε μια άσκηση με έναν καθρέφτη. Θα τον ακουμπούσαμε στο πάτωμα και θα λέγαμε ο καθένας την πιο άσχημη φάση της ζωής του. Μέχρι να έρθει η σειρά μου, είχα ήδη σκαρφιστεί την ψεύτικη ιστορία που θα ξεστόμιζα.
Και να που έφτασε. Και να που είδα το είδωλό μου παραμορφωμένο και άγριο από τον πόνο. Και να που πριν ανοίξω το στόμα μου ο καθρέφτης γέμισε δάκρυα και η αίθουσα με την αλήθεια μου. Μίλαγα περίπου 5 λεπτά ασταμάτητα και την ησυχία διέκοπτε μόνο η φωνή μου. Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα τα 2/3 της τάξης να κλαίνε. Σηκώθηκα και πήγα στο σπίτι μου. Αποφάσισα πως το αγρίμι, έπρεπε για πρώτη φορά στη ζωή του να ζητήσει βοήθεια.
Πήγα στην πρώτη μου θεραπεύτρια.
“Με λένε Αγγελική, είμαι 19 χρονών και πριν 6 μήνες πέθανε η μαμά μου.”
Τα λέμε ξανά…
*Αφιερωμένο στη Ζωή Κονδύλη, το αιώνια έφηβο κορίτσι που δεν της ταίριαζε να γεράσει.
** Ένα μεγάλο ευχαριστώ στο Χρήστο Αλεξανδρή για τη μοναδική φωτογραφία που θα με εξέφραζε για το κείμενο αυτό.
January 13, 2017 at 8:01 pm
Αχχ………. Αμάν! ♡
LikeLiked by 1 person
January 13, 2017 at 11:20 pm
❤
LikeLike