Ας ξεκινήσω από κάτι πολύ βασικό. Παγανισμός και σατανισμός, όχι απλά δεν είναι όροι ταυτόσημοι αλλά πρακτικά είναι αντίθετοι. Σχεδόν ολοκληρωτικά στους χώρους των διάφορων ‘παγανισμών’, από τα πιο “σκληροπυρηνικά” αναδομητικά κινήματα πολυθεϊστών, μέχρι την Γουίκα και τους μη-θεϊστές παγανιστές (μπορεί κανείς να τους πει και άθεους παγανιστές), η έννοια μιας οντότητας που εκφράζει το απόλυτο κακό απλά λείπει εντελώς. 
Μερικοί θεωρούν πως αυτή η όχι και τόσο ‘Βιβλική’ έννοια του απόλυτου κακού ήταν ένα τέχνασμα για να ελέγχεται το ανθρώπινο πλήθος από την Εκκλησία. Άλλοι πιστεύουν πως αν υπάρχει κάτι τέτοιο δεν είναι παρά μια έκφραση του συλλογικού ασυνείδητου της ανθρωπότητας όπως ίσως είναι και οι ‘θεοί’.

Σε όσες και όσους χρησιμοποιούν στα διάφορα τελετουργικά τους την εικόνα ενός τραγοπόδαρου θεού, αυτός είναι σχεδόν πάντα ο Πάνας ή άλλοι αντίστοιχοί του όπως ο Faunus ή ο Silvanus. Αν είναι μόνο κερασφόρος, μπορεί να πρόκειται για τον Herne ή τον Cernunnos. Δεν θα ασχοληθώ εδώ ούτε με τον συμβολισμό του Πάνα, ούτε και με την σχεδόν ολοκληρωτική δαιμονοποίηση όλων αυτών των αρχαίων θεοτήτων από τις διάφορες, χριστιανικές και μη, Εκκλησίες. Όποιος και όποια θέλει να βρει παραπάνω πληροφορίες, ας κάνει λίγο γκουγκλ-φου! Υπάρχουν άφθονες!

Τα εμπεδώσαμε αυτά; Αν ναι, συνεχίζουμε. Αν όχι, μην διαβάσετε παρακάτω. Δεν θα περάσετε καλά, σας το εγγυώμαι αυτό!

Ειλικρινά το τελευταίο που με ενδιαφέρει είναι να προσηλυτίσω οποιονδήποτε. (Έι, εσύ! Να πας να βρεις τον δικό σου παγανισμό άμα θέλεις, όχι να αντιγράφεις τον δικό μου προσωπικό και ιδιοσυγκρατικό! Ορίστε μας!)
Όσο η έννοια του απόλυτου κακού είναι αντίθετη με τον Παγανισμό, άλλο τόσο είναι και η έννοια του προσηλυτισμού. Προσηλυτισμό σε τι; Σε μια πίστη που βασίζεται σε αόρατα υπερβατικά όντα επειδή το λέει κάποιο ‘ιερό βιβλίο’; Πολλές παγανίστριες και παγανιστές δεν πιστεύουν καν σε κάτι τέτοιο, και ιερά βιβλία, με την έννοια της Βίβλου, του Κορανίου, ή του Βιβλίου των Μορμόνων κλπ. απλά δεν υπάρχουν.
Αν θες να έρθεις σε επαφή με το φυσικό ‘Θείο’, άντε ένα σαββατοκύριακο στην εξοχή, ξεβρακώσου, άσε κινητά και όλα αυτά πίσω, φτιάξε μια πετονιά με ό,τι βρεις και ψάρεψε κάτι για να φας αν δεν μπορείς να βρεις φρούτα. Τη νύχτα, καθώς θα σε τσιμπούν εκατοντάδες κουνούπια ακόμα και σε σημεία που δεν ήξερες καν ότι μπορούν να σε τσιμπήσουν (που κακό-χρόνο-νά’χουν!) κοίτα τα άστρα και μπορεί… μπορεί… μπορεί… να καταλάβεις κάτι για τη θεά Φύση, για τη Γη, τη Γαία, και τον Αστραίο-Ουρανό και να δημιουργήσεις μια προσωπική Σύνδεση με αυτά. Ναι, ακόμα και με τα κουνούπια. Είναι κι αυτά Φύση (αν και συνεχίζω να διατηρώ κάποιες αμφιβολίες για το θέμα)!
Συνδέσεις. Άλλη σημαντική λέξη!
Αν πάλι προτιμάς κάτι σε πιο urban style, που να περιλαμβάνει ίσως και αλοιφή για τσιμπήματα και κάτι περισσότερο από πέστροφες και σύκα, έχεις και κει πάμπολλες ‘παγανιστικές’ επιλογές. Πληροφορήσου. Απλά.

Μια άλλη βασική αρχή γενικά στον Παγανισμό, ειδικά τον Νεο-Παγανισμό, είναι η ελευθερία και η αυτοδιάθεση, μαζί με την αυτο-υπευθυνότητα. Δεν θα σου πω εγώ σε τι θα πιστεύεις – αν πιστεύεις σε κάτι – ή πώς θα κάνεις τις δικές σου συνδέσεις με τη Ζωή και το Σύμπαν και τα Πάντα, αλλά δεν θα μου πεις κι εσύ πώς θα τις κάνω εγώ. Μπορούμε να μοιραστούμε εμπειρίες, μπορούμε να μάθουμε και να διδάξουμε, αλλά ρόλοι που εκ θείου δικαιώματος δίνουν προνομιούχες θέσεις στους μεν από τις δε (και τούμπαλιν), δεν υπάρχουν.

Όταν με ρωτούν – σπανίως, διότι θεωρώ πως η πνευματικότητα και η θρησκεία είναι κάτι σχεδόν τόσο ιδιωτικό όσο και το σεξ – περί των δικών μου προσωπικών και μόνο, ‘πνευματικών αναζητήσεων’ (ω, τι ευγενείς, υψηλόφρονες εκφράσεις!), όταν με ρωτούν να τους δώσω ένα ‘στίγμα’, τέλος πάντων, απαντώ πως όταν επιθυμώ να καθορίσω αυτό το μέρος του εαυτού μου με κάποιους συγκεκριμένους όρους τότε ‘εκλεκτικός νεο-παγανιστής’ είναι ο όρος που χρησιμοποιώ.

Ωστόσο, δεν ξεκίνησα έτσι από την αρχή. Ποτέ δεν υπήρξε μια ωραία πρωία που να ξύπνησα και να είπα: “Α, από σήμερα θα εγκαταλείψω την ‘Ορθοδοξία ΜΑΣ’ και θα γίνω ένας παγανιστής. Αχ, τι ωραία!” και μετά να βγήκα να ψωνίσω την κατάλληλη “παγανιστική” γκαρνταρόμπα και διακόσμηση.
Όχι, δεν έγιναν έτσι τα πράγματα καθόλου. Η μεταστροφή αυτή συνέβη μέσα σε χρόνια και δεκαετίες, πέρασε από δεκάδες μονοπάτια, πισωγυρίσματα, πεσίματα, λανθασμένα ξεκινήματα, κι άλλες σκουντούφλες, και φάσεις που όχι απλά τίποτα το ‘πνευματικό’ δεν ήθελα, αλλά η ιδέα του, η ιδέα όλων αυτών, μού προκαλούσε έως και αναγούλα.

Ακόμα και σήμερα υπάρχουν φάσεις που απλά δεν θέλω τίποτα από όλα αυτά. Θέλω να είμαι μόνο ο εαυτός μου. Το να είμαι (νεο)παγανιστής δεν είναι μια στολή, με ένα καπέλο, και διάφορα παράσημα που φοράω συνεχώς ακόμα και όταν πηγαίνω στην τουαλέτα. Είναι απλώς ένας περιγραφικός όρος, όχι ένας συνεχής ρόλος κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό. Απλά συνέβη όμως κάποτε, χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς φανφάρες, χωρίς επισημότητες, χωρίς καν μυήσεις σε κάποια παγανιστική ‘παράδοση’. Συνέβη όταν κατάλαβα πως είχε συμβεί και πως πάντα ήμουν έτσι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Δεν είμαι επίσημα μυημένος πουθενά – καλώς ή κακώς. Δεν εκφράζω κανένα παγανιστικό κίνημα ή παράδοση, δεν είμαι Γουίκαν (αν και εκτιμώ την Γουίκα). Και σε αντίθεση με φήμες, *δεν μισώ τους Χριστιανούς*. Απλά συνεχίζω ελεύθερα στα δικά μου μονοπάτια και όπου με βγάζει κάθε φορά. Συχνά διαβάζω για πάμπολλες διαφορετικές θρησκείες και πνευματικά μονοπάτια (εκτός από άλλα θέματα όπως Αστρονομία, Ψυχολογία, Ανθρωπολογία) και μερικά τα βρίσκω εξαιρετικά. Συνήθως τα μονοπάτια αυτά με βγάζουν σε μια πλευρά του εαυτού μου που δεν γνώριζα, ή γνώριζα αλλά δεν πίστευα, ή δεν γνώριζα αλλά φοβόμουν. Φοβόμουν να την δω, φοβόμουν την Σκιά και τα τρομερά της σχήματα στον ‘τοίχο’ του νου μου. Φόβος. Σημαντική έννοια αυτή. Θα την συναντούσα συχνά.

***

Προσωπικά, δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη μιας θρησκείας. Μεγάλωσα σε ένα καταπιεστικό περιβάλλον ‘εν Αθήναις τω καιρώ εκείνω’, που σκότωνε την ελεύθερη σκέψη και την ατομικότητα, αλλά δεν ήταν θρησκευτικά καταπιεστικό στο επίπεδο της οικογένειάς μου. Δεν ήταν πολύ θρησκευόμενη οικογένεια, εκτός από τη γιαγιά μου. ‘Φυσικά’, όση θρησκεία υπήρχε ήταν αναγκαστικά ο Ελληνικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός, μέρος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Αυτό ήταν. Κάθε τι άλλο δεν ήταν παρά 50 Αποχρώσεις Λάθους. Αυτό το πίστευα και γω, στην πραγματικότητα, όταν ήμουν πολύ μικρός. Σε κοινωνικό επίπεδο, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά, μόνο πολύ πιο έντονα και συχνά φονταμενταλιστικά. Οι Καθολικοί ήταν κάπως Χριστιανοί αλλά ήταν και… πα-πα-πα… Παπιστές! Οι Προτεστάντες, όταν τους σκεφτόμασταν καν… εεε, εδώ που τα λέμε ήταν καν Χριστιανοί; Θέλω να πω, δεν έμοιαζαν κιόλας για χριστιανοί! Οι ιερείς τους δεν φορούσαν άμφια, ή μίτρες, ούτε είχαν μούσια. Οι εκκλησίες τους ήταν γυμνές, σχεδόν σαν αίθουσες συναντήσεων. Οι Ευαγγελικοί ήταν προσηλυτιστές, οπότε έπρεπε κανείς να μην τους πλησιάζει! Οι Εβραίοι είχαν σκοτώσει τον Χριστό οπότε έπρεπε να αποφεύγονται με κάθε δυνατό τρόπο! Οβριοί! Μουσουλμάνοι δεν ζούσαν στην Ελλάδα (Ζούσαν αλλά τους αγνοούσαμε).

Η ‘θρησκεία ΜΑΣ’, η Ορθοδοξία, ήταν η μόνη πραγματική, που συνδεόταν με την εθνική μας ταυτότητα, που κι εκείνη συνεδόταν με την ιστορία μας, που συνδεόταν με τον ΕλληνοΧριστιανικό Πολιτισμό μας που συνδύαζε ό,τι καλύτερο από την αρχαία Ελλάδα (η οποία βέβαια, καταλαβαίνετε, δεν ήταν παρά ένα προοίμιο του Χριστιανισμού, αλλιώς ήταν μάλλον για τα μπάζα) με ό,τι καλύτερο είχε ο Χριστιανισμός, δια μέσου της δικής μας ένδοξης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ήταν σαν τα κόκκαλα ενός σκελετού, πραγματικά. Χωρίς σάρκα και αίμα πια. Χωρίς ζωή. Εκτός αν εμείς μεταμοσχεύαμε κάτι πάνω του. Όπως στο Τέρας του Φρανκενστάιν…

Αλλά, Ω! Αυτοί οι μισητοί, προδοτικοί Πάπες αυτής της μισητής, προδοτικής Ευρώπης που μισούσε εμάς τους Έλληνες! Ωωωω! <Εδώ μπορείτε να προσθέσετε τον εθνικά δικαιολογημένο, δίκαιο θυμό σας>.

H δική μου απόρριψη της Εκκλησίας συνέβη σε διάφορα στάδια.
H πρώτη φορά που αναρωτήθηκα για τέτοια θέματα ήταν με την περίπτωση μιας γειτόνισσάς μας. Ήταν μια νέα γυναίκα που ζούσε σχεδόν μόνη με τον μικρό της γιο που ήταν φίλος μου. Ο σύζυγός της ήταν ναυτικός και συχνά έλειπε. Ήταν ευγενική αλλά ήταν επίσης και… (μου κόβεται η ανάσα!)… μια…μια… πώς ήταν η λέξη;… μια Πεντηκοστιανή! Θυμάμαι άλλες γυναίκες στην πολυκατοικία μας στο κέντρο της Αθήνας, να μιλούν σε μια άλλη νεαρή κοπέλα που ήταν νιόπαντρη με τον θυρωρό μας. Της μιλούσαν κρυφά, με ψίθυρους που όμως ακούγονταν δυνατοί και σφυριχτοί, να προσέχει μην τυχόν και η Πεντηκοστιανή (Έτσι ήταν το όνομά της πια: Η Πεντηκοστιανή) την κάνει να στραφεί μακριά από την Ορθοδοξία.

“Κοίτα καλά, Θάλεια, κοίτα καλά!” ψιθύριζαν.

“Είσαι μικρή και αυτή είναι Ευαγγελικιάαα, Πεντηκοστιανήηη!” έλεγε η μία η Αληκτώ, τραβώντας το καταληκτικό φωνήεν των λέξεων για να εκφράσει τον αποτροπιασμό της για την ‘ύβρη’.

“Πρόσεξε μην σου πει να πας στην Εκκλησία τους…” συμπλήρωνε η άλλη η Τισιφόνη, πλησιάζοντας το κεφάλι της προς την νεαρή Θάλεια – που ήταν πρακτικά παγιδευμένη στο κουβούκλιο του θυρωρείου χωρίς έξοδο διαφυγής – έτσι για έμφαση ή γιατί νόμιζε πως η Θάλεια είχε προβλήματα ακοής.

“Εδώ κοντά είναι!” ψιθύριζε η τρίτη η Μέγαιρα, με μάτια γουρλωμένα από τη φρίκη και τη δίκαιη οργή να κοιτούν αόριστα προς τα εκεί που βρισκόταν η Πεντηκοστιανή εκκλησία.

Πρέπει να γίνονταν Φελινικά όργια εκεί με γυμνό καν-καν, αλκοόλ, όπιο και ‘ανώμαλη, σεξουαλική παρακμή’, ένας κολασμένος κόσμος βουτηγμένος στην ηδονή της αμαρτίας, μπορεί και <Θου, Κύριε, Θου> ομοφυλοφιλίεεες, για να κοιτά έτσι…

“Πα-πα-πα-πα!” ανατρίχιαζαν οι καλές Χριστιανές Ορθόδοξες, και έπιαναν την άκρη των γιακάδων τους, τινάζοντάς τους για να φύγει το ‘μίασμα’, που τις πλησίαζε συζητώντας και μόνο για την ‘Πεντηκοστιανήηηη”!

“Κυρία Βεράκη μου, καλημέρα σας!” φώναζαν όλες μαζί, με τεράστια χαμόγελα σαν από διαφήμιση της οδοντόκρεμας ‘Colgate με Γκαρντόλ’, καθώς η ‘Πεντηκοστιανή’ έτυχε να βγαίνει από το ασανσέρ εκείνη τη στιγμή. Η αλλαγή τους ήταν αυτόματη και ολοκληρωτική σαν να τους είχες πατήσει κάποιο κουμπί όπως στα πλυντήρια.
“Ο Κωστάκης σας τι κάνει; Α, τι γλυκό παιδάκι. Φτουφτουφτού, φτουφτουφτού, μην τον ματιάσω. Αν και εγώ δεν ματιάζω ποτέ!”

Και όταν η κυρία Βεράκη έβγαινε από την πολυκατοικία, ο καιρός άλλαζε πάλι και βαριά σύννεφα κάλυπταν τον ήλιο που για λίγο είχε εμφανιστεί στα πρόσωπά τους, μετατρέποντάς τις ξανά σ’αυτό που ήταν στο βάθος. ‘Ερινύες’, διαποτισμένες από το πνεύμα της αγανάκτησης σαν σε ταινία του Αλμοδοβάρ, που θα τιμωρούσαν κάθε ‘ύβρη’ έτσι όπως εκείνες ήξεραν!

“Κοίτα καλά, Θάλεια, κοίτα καλά!”

Ένιωθα πως κάτι δεν ήταν σωστό, κάτι αρρωστημένο, με την μητέρα του φίλου μου αλλά εκείνη πάντα ήταν ευγενική, με άφηνε να παίζω με το γιο της, μας φίλευε γλυκάκια και ήταν πάρα πολύ ευχάριστη. Υπήρχε τόση γνωστική ασυμφωνία κάποιας μορφής ανάμεσα στην εικόνα που οι άλλες γυναίκες προέβαλλαν πάνω της και αυτά που μου έλεγαν οι δικές μου αισθήσεις και συναισθήματα, που μια μέρα την ρώτησα ευθέως αν ήταν Χριστιανή. Είπε πως ήταν. Εγώ μπερδεύτηκα. Ήταν Χριστιανή (δηλαδή Ορθόδοξη) ή Πεντηκοστιανή;

“Α, κατάλαβα, κυρία Βεράκη” είπα. “Είχα ακούσει…”

“Τι έχεις ακούσει;” ρώτησε εκείνη, και δεν μου άρεσε η ταχύτητα με την οποία ρώτησε.

“Πως… ήσασταν κάτι άλλο” ψέλλισα.

Με διαβεβαίωσε πως ήταν Χριστιανή αλλά όχι ακριβώς του είδους που ήταν εκείνες οι άλλες γυναίκες που την κουτσομπόλευαν. Τόνισε επίσης πως το να είσαι κουτσομπόλης ήταν αμαρτία. Είπα εντάξει, συνέχισα να παίζω με τον Κωστάκη της, και το θέμα της ‘χριστιανικότητάς’ της δεν απασχόλησε άλλο το μυαλό μου.

Οπότε λοιπόν, υπήρχαν και άλλες μορφές Χριστιανισμού. Αιρετικές φυσικά, αλλά η κυρία Βεράκη ποτέ δεν μας έδωσε δηλητηριασμένα κουλουράκια. Άρα δεν ήταν τόσο κακή όσο ήταν οι Οβριοί που έπαιρναν Χριστιανόπουλα, τα έβαζαν σε βαρέλια με πρόκες, τα άφηναν να κυλήσουν κάτω από την κορφή ενός λόφου, και μετά μάζευαν το αίμα τους για τις θυσίες τους, όπως είχα ακούσει μια γιαγιά να λέει κάποτε! (Ναι, ο λίβελος του αίματος ενάντια στους Εβραίους δεν είχε εντελώς εξαλειφθεί ακόμα).

Mετά βέβαια υπήρχε η μητέρα μου και το αιώνιο φλερτ της με τον Καθολικισμό. Λάτρευε την Καθολική εικονογραφία και τους ύμνους. Ήταν φίλη με Καθολικές καλόγριες και ακόμα και σήμερα δεν είμαι βέβαιος αν ποτέ ασπάστηκε τον Καθολικισμό επίσημα ή όχι. Στο σπίτι γιορτάζαμε το Ορθόδοξο Πάσχα, αλλά η μητέρα μου πάντα προσευχόταν και στη διάρκεια του Καθολικού Πάσχα.
Υπήρχαν μερικές ορθόδοξες εικόνες στο σπίτι (το εικονοστάσι ήταν πρακτικά ακόμα πιο δεδομένο χαρακτηριστικό σε ελληνορθόδοξα σπίτια, και τώρα είναι, και από το τηλέφωνο ακόμα εκείνη την εποχή). Αλλά υπήρχαν και εικόνες Καθολικών Αγίων, ειδικά εκείνη του αγαπημένου αγίου της μητέρας μου – και δικού μου – του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης που τιμάται και στους Ορθόδοξους, γιατί αγαπούσε τα ζώα και ήταν ο προστάτης στις γάτες μας. Υπήρχαν και κανά δυο αγαλματάκια της Παναγίας, που έλαμπαν στο σκοτάδι.

Γνώριζα πως μερικές συγγενείς ένιωθαν φρίκη λόγω του φλερτ της μητέρας μου με τον Καθολικισμό. (Ως τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, νομίζω πως τελικά είχε καταλήξει στον Καθολικισμό και σε ένα κίνημα για την Επανένωση των Εκκλησιών, γιατί είχε ερωτευτεί τον τότε νέο, Πάπα Ιωάννη Παύλο τον 2ο, τον οποίο θεωρούσε έναν ελκυστικό ομορφάντρα, αν και ποτέ δεν θα το έθετε το θέμα με τέτοιους όρους! Αλλά τον αποκαλούσε ‘Κάρολ’(1) με τόσο μελωμένη φωνή – σαν να ήταν πάλι έφηβη στα ‘50ς και να έκοβε φωτογραφίες του Ταϊρόν-Αχ-Ταϊρόν Πάουερ από κινηματογραφικά περιοδικά – εκνευρίζοντας τον πατέρα μου αφόρητα!)

Στην αρχή, ‘νουθετημένος’ καθώς ήμουν από συγγενείς και από το σχολείο, παρίστανα πως είχα τρομοκρατηθεί που η μητέρα μου ήταν μία ‘αιρετική Καθολικιά’ και ‘Παπική’, αλλά πιο πολύ γοητευμένος ήμουν παρά τρομοκρατημένος. Στην πραγματικότητα, δεν ήμουν τρομοκρατημένος καθόλου. Ένιωθα υπέροχα που βρισκόμουν στην μέση κάτι τόσο ‘επικίνδυνου’, ασυνήθιστου. Πόσο edgy και punk ήταν (όχι πως γνώριζα αυτoύς τους όρους τότε στα 12 χρόνια μου) και μάλιστα προερχόταν και από την ίδια μου την μητέρα!
Αλλά έπρεπε να παίξω τον ρόλο μου.

Έτσι, παρίστανα το ‘σοκαρισμένο ορθόδοξο χριστιανόπουλο’ του οποίου η μητέρα θα πήγαινε στην κόλαση γιατί ήταν αιρετική. Αυτό δεν της άρεσε και, όπως ήταν συνήθως ο τρόπος της μαζί μου, γινόταν πολύ σαρκαστική. Ο δικός μου σαρκασμός προέρχεται από εκείνη 100%!

Όμως, ένα υπο-προϊόν αυτών των συζητήσεων ήταν πως κατάλαβα ότι οι Καθολικοί και άλλοι άνθρωποι που ήταν Χριστιανοί αλλά όχι Ορθόδοξοι, ήταν αληθινά, πραγματικά άτομα και στις χώρες τους, όπως την Ιταλία που ήδη είχα επισκεφτεί, οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν Καθολικοί ή Προτεστάντες και εκεί ήταν κάτι απόλυτα φυσιολογικό.

Δεν μου ήταν και πολύ δύσκολο να το δεχτώ αυτό, και να αναρωτιέμαι για την ‘αλήθεια’ όλων αυτών των πραγμάτων. Εξ άλλου, στο Σταρ Τρεκ – το ‘Ταξίδι Στ’Αστέρια’ – που παρακολουθούσα με θρησκευτική ευλάβεια κάθε βδομάδα, οι άνθρωποι είχαν σχέσεις με τους Βουλκάνιους και πολλές άλλες, εξωγήινες φυλές! Η κάθε μία τους είχε τις δικές της απόψεις. Οι Βουλκάνιοι, για παράδειγμα, είχαν τη λογική! Οπότε ήταν δυνατόν πως ενώ η ‘Ορθοδοξία μας’ ήταν ακόμα το καλύτερο, οι Καθολικοί, οι Προτεστάντες και οι Πεντηκοστιανοί δεν ήταν ακριβώς αιρετικά τέρατα. Ήταν επίσης άνθρωποι που νόμιζαν πως η δική τους εκδοχή του Χριστιανισμού ήταν η σωστή πίστη, δηλαδή η ‘ορθόδοξη’ πίστη.
Ωστόσο, γιατί ΕΜΕΙΣ αποκαλούσαμε τους εαυτούς μας Ορθόδοξους; Πώς γνωρίζαμε αντικειμενικά πως εμείς ήμασταν οι ‘ορθόδοξοι’ και όχι οι άλλοι; Γιατί υπήρχαν τόσο πολλές εκδοχές του Χριστιανισμού ούτως ή άλλως;

Kαι γιατί η φίλη της γιαγιάς μου, η κυρία Σοφία Ζαφειράτου φώναξε σοκαρισμένη “Παναγιά μου, βόηθα μας!” και σταυρώθηκε τρεις φορές, όταν της είπα για τα αγαλματάκια της Παναγίας που είχε η μητέρα μου και έλαμπαν στο σκοτάδι, καθώς η γιαγιά μου προσπαθούσε να μου κλείσει το στόμα με το χέρι της;

“Όχι, όχι, Σοφία, χρυσή μου!”

Η γιαγιά μου είχε γελάσει, καθώς μου έδινε βιαστικά 3 δραχμές για να πάω έξω “αυτή τη στιγμή”, να πάρω ένα παγωτό και “να μην γυρίσω στο σπίτι για μια τουλάχιστον ώρα ακόμα”. Ήταν ασυνήθιστο αυτό το τελευταίο από τη γιαγιά μου, που ευχαρίστως θα με είχε δέσει με λουρί ώστε να ξέρει πού ήμουν κάθε στιγμή!

“Όχι. Ο Διονυσάκης δεν εννοεί κυριολεκτικά αγάλματα της Παναγίας. Ξέρεις πως είναι η Αθηνά μου. Της αρέσουν τα εξωτικά μπιμπλό. Ήταν ένα ζευγάρι κουκλάκια με μακριά πέπλα που αγόρασε στο Μοναστηράκι. Έτσι δεν είναι;”
H ερώτηση απευθυνόταν σε μένα καθώς με κοιτούσε με κοφτερό ύφος λέιζερ, προκαλώντας με σχεδόν να της φέρω αντίρρηση αν τολμούσα, ενώ συγχρόνως με έδιωχνε με μια ανυπόμονη χειρονομία.

Η γιαγιά Ερικέτη και η φίλη της Σοφία στρογγυλοκάθησαν να πιούν τους ελληνικούς τους καφέδες (τούρκικους τους λέγαμε ακόμα τότε), και μετά να διαβάσουν τα κατακάθια στις κούπες τους για να προβλέψουν το μέλλον ή μία για την άλλη. Απλώς λίγη Ορθόδοξη Χριστιανική Καφεμαντεία, μια τιμημένη ανά τους αιώνες παράδοση, καταλαβαίνετε!

Όπως και να είχε, εγώ κέρδισα ένα παγωτό από αυτή την ιστορία, αλλά τα αγαλματάκια δεν ήταν κούκλες, αυτό το γνώριζα με βεβαιότητα. Ήταν Παναγίες που έλαμπαν στο σκοτάδι και τις είχε φέρει η μητέρα μου από την Ιταλία!

***

1: Το αρχικό όνομα του Πολωνού Πάπα Ιωάννη Παύλου του 2ου ήταν Karol Józef Wojtyła – Κάρολ Ιωσήφ Βοϊτίλα.

Περισσότερα την άλλη φορά (Θα φτάσω και στα σημεία με τα παγανιστικά όργια και τις ανείπωτες αμαρτίες. Θου!)

Dion Tzavaras, 2016

 

 

Photo by Yayashin Art (Bruno Wagner)