Συνεχίζοντας λοιπόν αυτό το νοητικό οδοιπορικό σε “παγανιστικά μονοπάτια” και στο πώς εξελίχθηκε η δική μου πορεία σε όλα αυτά, να πω πως είτε πιστεύει κανείς σε “τέτοια”, συμπεριλαμβανομένου και του “κακού ματιού”, είτε όχι, αν ξύσει κάποιος την επιφάνεια έστω και λίγο, βλέπει μια διαφορετική πραγματικότητα που όσο και να θέλει να την αγνοήσει, προέρχεται από κάτι πολύ βαθύ.
Κάτι που μπορεί να μην έχει μεν να κάνει με οτιδήποτε το μεταφυσικό, αλλά σίγουρα με κάτι το πολύ ανθρώπινο και τελικά πολύ όμορφο και αληθινό. Α! Και γεμάτο χιούμορ!
Να σας προειδοποιήσω ωστόσο, πως η παρούσα ανάρτηση περιέχει αρκετές βωμολοχίες. Όπως και στην προηγούμενη, αν όλα αυτά σας ενοχλούν, μην συνεχίσετε να διαβάζετε.
***
Τα παιδιά δεν κρίνουν τον κόσμο με συνειδητή σκέψη. Προσπαθούν να τον καταλάβουν πρώτα συναισθηματικά, οσμωτικά. Κάποια πράγματα τα παίρνουν σαν δεδομένα. Τα πράγματα είναι απλώς ΕΤΣΙ. Η κρίση, η διάκριση, έρχεται αργότερα.
Δεν έβρισκα τίποτα το παράξενο στο να ασχολούνται οι φίλες της γιαγιάς μου με την καφεμαντεία. Το φυλαχτό μου, πάντα καρφιτσωμένο πάνω στο φανελάκι μου για να διώχνει το “κακό μάτι” ήταν ένα γεγονός της ζωής. Τι υπήρχε να με κάνει να αναρωτηθώ; Ήταν θαυμάσια ραμμένο από τη γιαγιά μου σαν μια μικρή γαλάζια καρδιά μέσα στην οποία υπήρχε ένα γαλάζιο γυάλινο “μάτι”. Έραβε το φυλαχτό πάνω στο φανελάκι ή το πουκάμισό μου, καμμιά φορά όταν ήδη το φορούσα. Αν χρειαζόταν να το ράψει “επάνω” μου, με τσιμπούσε με τη βελόνα της μόλις τελείωνε.
“Άουυ!” έκανα εγώ (Η γιαγιά μου καμιά φορά με τσιμπούσε κατά λάθος λίγο πιο δυνατά από όσο νόμιζε).
“Τι ράβω;” ρωτούσε πάντα.
“Γάιδαρο” έλεγα εγώ και το “τελετουργικό” τελείωνε.
Κι άλλα παιδιά φορούσαν φυλαχτά με διάφορα σχήματα. Ωστόσο η γιαγιά μου δεν ήταν καθόλου αγράμματη. Διάβαζε πολύ και είχε τόση ισχύ που δεν τα έβαζε εύκολα κανείς μαζί της στην οικογένειά μας. Έζησα με τους παπούδες μου για πολλά χρόνια για λόγους που δεν έχουν σχέση με τα παρόντα κείμενα. Η Θεία μου (μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας μου) και ο σύζυγός της ζούσαν πρακτικά δίπλα, και έτσι εκείνη περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της μέρας στο διαμέρισμα των παπούδων μου, όντας για μένα κάτι σαν δεύτερη μητέρα/δασκάλα/ελεγκτής/δικαστής/κριτής/εκτελεστής. Η αγάπη μου ωστόσο για το διάβασμα προέρχεται από τη θεία και τον παππού μου. Υπήρχαν τεράστιες βιβλιοθήκες και στα δύο σπίτια, και μου επιτρεπόταν να διαβάσω πολλά βιβλία, κυρίως κλασσική λογοτεχνία, αν και υπήρχε και ένα ράφι ψηλά στο οποίο δεν με άφηναν ποτέ να κοιτάξω! Περισσότερα γι’αυτό, αργότερα!
Η γιαγιά Ερικέτη, οι αδελφές της θεία Ερατώ και θεία Φλώρα, η ξαδέλφη τους θεία Σέρα που ερχόταν πού και πού στην Αθήνα από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, και ένα σμάρι από τις φίλες τους που συχνά μας επισκέπτονταν, ήταν μάλλον συντηρητικές Ορθόδοξες Χριστιανές.
Αν κάποιος τους έλεγε πως η πίστη στο “κακό μάτι” – μία πίστη κοινή ακόμα και σήμερα στις Μεσογειακές χώρες, από την Αίγυπτο και το Ισραήλ ως τον Λίβανο, τη Συρία και την Τουρκία μέχρι την Ελλάδα, την Κύπρο και την Ιταλία – ΔΕΝ ήταν “χριστιανική”, πως τα φυλαχτά ήταν μαγικές κατασκευές, και πως η πράξη ενός τελετουργικού για την απομάκρυνση του κακού ματιού σήμαινε πως έκαναν μια μορφή παγανιστικής, αποτροπαϊκής μαγείας σαν μάγισσες, θα είχαν πάθει σοκ! Θα είχαν προσβληθεί δε, πέρα από κάθε φαντασία! Θα ήταν λες και η βασική δομή του σύμπαντος να είχε αρχίσει να διασπάται από το κβαντικό επίπεδο και πάνω!
“ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΗ;!;!” “ΜΑΓΕΙΑ;!;!” “ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΣ!!!!”
<Κακόχρονονάχειςκαιμαύρονεδιαβολόπαιδο!!!> “Άκουσες τι μας είπε ο εγγονός σου, Ερικέτη μου;!”
“Άκουσα, Ερατώ μου, άκουσα, αλλά θα σ’ τον κανονίσω εγώ!”
Όχι πως θα τους έλεγα ποτέ κάτι τέτοιο στα σοβαρά, ακόμα κι αν γνώριζα οτιδήποτε σχετικό τότε. Ήταν πιστές, αξιοπρεπείς, εκκλησιαζόμενες, Χριστιανές Ορθόδοξες, πατριωτικές Ελληνίδες γυναίκες που λάμβαναν τακτικά τη Θεία Κοινωνία! Μερικές γνώριζαν ποικίλους τρόπους να διώξουν το “κακό μάτι” από επάνω μου, όταν δεν ένιωθα καλά. Άλλες έρχονταν όταν τις καλούσαν σαν σπεσιαλίστες αυτών των μυστηριωδών, επιστημονικών θεμάτων.
Η θεία Σέρα, όπως και η λίγο μεγαλύτερη αδελφή της γιαγιάς μου Φλώρα, είχε ζήσει εδώ και πολλά χρόνια στην Αλεξάνδρεια. Η Σέρα ήταν μια καλοστεκούμενη και εντυπωσιακή γυναίκα, με κορακί μαύρα μαλλιά και πολύ μαυρισμένο από τον ήλιο δέρμα. Μιλούσε με κάποια βαριά προφορά και “διάνθιζε” την ομιλία της με διάφορες Αραβικές λέξεις. Τα χείλη της έλαμπαν από το κατακόκκινο κραγιόν που τα έβαφε, και άφηνε το αποτύπωμά τους επάνω σε όποιον φιλούσε.
Μία φορά χρησιμοποίησε ένα πολύ ιδιαίτερο “μαγικό” για να με “θεραπεύσει”. Συμπεριελάμβανε, ως συνήθως, ένα μικρό ποτήρι με νερό (κατά προτίμηση με αγιασμό από την εκκλησία), ένα κερί, ένα μικρό στρογγυλό καρβουνάκι, ένα φυτίλι, θυμίαμα, και λίγο λάδι. Ένας τρόπος να καθοριστεί πόσο άσχημο ήταν το μάτιασμα, ή αν υπήρχε καν μάτιασμα, ήταν να στάξει μια σταγόνα νερό και λάδι από την άκρη του δαχτύλου της πάνω στο καρβουνάκι και το αναμένο φυτίλι. Ο ήχος θα καθόριζε τα υπόλοιπα.
*ΜΠΑΜ!* έκανε το καρβουνάκι, τρομάζοντάς τους πάντες!
Η Σέρα έβγαλε μια κραυγή, το ποτήρι έπεσε στο πάτωμα και έσπασε, και το νερό έσβησε το αναμένο φυτίλι! Εγώ έβαλα τα κλάματα. Η Ερατώ είπε μια βλαστήμια, η Φλώρα και η γιαγιά μου έμειναν με κομμένη ανάσα. Ποτέ τους δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο πράγμα!
Η θεία Σέρα είπε κάτι στα Αραβικά, εμφανώς θυμωμένη.
Γύρισε προς το μέρος μου: “Μην ανησυχείς, ‘για χαμπίμπι’ (αγάπη μου), θα το ξανακάνουμε, και αυτή η <θυμωμένη λέξη στα Αραβικά> δεν θα σε ξαναματιάσει ποτέ!”
Aφού προετοίμασε πάλι το τελετουργικό, μουρμούρισε κάτω από τα δόντια της:
“Στα όρη και στ’ άγρια βουνά, φτου φτου φτου!
Ποια πουτάνα να σε μάτιασε; Φτου και πάλι φτου!
Έλα πούτσα του Αμέτη και ψωλή του Μωχαμέτη
Έλα χώσου στο μουνί της
κι από κάτω απ’το βυζί της
Μέχρι το μάτι να της βγει
Πριν να έρθει η Αυγή
Ξου Ξου Ξου! Φτου Φτου Φτου!”
“Εις το όνομα Του Πατρός, και Του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν!”
Καθώς έλεγε τα “ξου” και τα “φτου”, η θεία Σέρα με ένα κλωνάρι βασιλικό ή και με τα δάχτυλά της με έραινε νερό. Ύστερα έκανε μια παράξενη χειρονομία τρεις φορές (“τρεις κι η Αγιά Τριάδα”, φαντάζομαι) προς κάποιο μακρινό σημείο και μουρμούριζε λίγο ακόμα. Πολλά χρόνια αργότερα, θα μάθαινα πως η χειρονομία βασιζόταν στο φυλαχτό με το όνομα “Το Χέρι της Φατιμά” ή Χάμσα (από τον αριθμό 5 στα Αραβικά) ή και “Χέρι της Παρθένου Μαρίας” μεταξύ κάποιων Χριστιανών. Χρησιμοποιούνταν στις Αραβικές χώρες κυρίως, σαν αλεξίκακο μαγικό. Έμοιαζε με την Ελληνική μούντζα.
Μετά με σταύρωναν μερικές φορές, σταυρώνονταν και οι ίδιες, μουρμούριζαν “σκόρδα, σκόρδα” μαζί με κανά δυο “φτου φτου” έτσι για σιγουριά. Τέλος, έπινα μια γουλιά νερό, όλες χασμουριόνταν, το ίδιο και γω – που σήμαινε πως το ξεμάτιασμα ήταν πλήρης επιτυχία και το κακό μάτι θα έφευγε γρήγορα – και τελειώναμε με ένα “Πάτερ Ημών”.
Γιατί το “μαγικό” μιλούσε μόνο για γυναίκες, μπορεί να αναρωτηθούμε. Δεν θα μπορούσε ένας άντρας να με είχε “ματιάσει”; Όπως φαίνεται, η γενική γνώμη ήταν πως ενώ όλες οι γυναίκες μπορούσαν να ματιάσουν οποιονδήποτε, ένας άντρας μπορούσε να το κάνει μόνο αν ήταν “σαββατογεννημένος”, “σμιχτοφρίδης”, “γαλανομάτης” ή είχε από φυσικού του ξανθά μαλλιά. Φυσικά τα λόγια του ξεματιάσματος δεν σήμαιναν μια πρόσκληση να έρθει ο “Αμέτης” ή ο “Μωχαμέτης” να βιάσουν την γυναίκα με το κακό μάτι! Πιστεύω πως το εννοούσαν περισσότερο με την έννοια να νιώθει τέτοιες ερωτικές κάψες η γυναίκα όλη τη νύχτα, ως το σημείο να μην μπορεί να συγκεντρωθεί ώστε να ματιάσει κανέναν! Ή ίσως να υπονοούσε πως οι γυναίκες που δεν έβρισκαν σεξουαλική ικανοποίηση ήταν πιο “επιρρεπείς” στο να ματιάζουν άλλους καθώς έψαχναν για ερωτικό σύντροφο.
Δεν της έλειπε βέβαια της τελετής κάποιο μυστηριώδες στοιχείο για μένα – εξ άλλου, μου άρεσε η προσοχή, σαν μικρός θεατρίνος που ήμουν, και αυτό πάντα με έκανε να νιώθω καλύτερα, οπότε το ξεμάτιασμα λειτουργούσε μια χαρά – αλλά δεν ήταν και κάτι πολύ ιδιαίτερο. Ήταν ένα δεδομένο της ζωής, όχι πιο μυστηριώδες πραγματικά από το πώς μετατρέπονταν μερικές κακάσχημες μελιτζάνες που δεν είχαν την παραμικρή γεύση, σε έναν υπέροχο μουσακά που είχε τη γεύση του παραδείσου!
Μυστηριώδεις ήταν οι λέξεις που η θεία Σέρα είχε χρησιμοποιήσει. Η θεία Ερατώ που ήταν παρούσα είχε προσπαθήσει να μην γελάσει, χωρίς να τα καταφέρει, ενώ η γιαγιά μου προσποιούνταν πως δεν άκουσε τι έλεγε η ξαδέλφη της. Καταλάβαινα βέβαια πως μερικές από τις λέξεις που είχε πει, έστω κι αν μουρμούριζε, σίγουρα δεν ήταν Αραβικές! Γνώριζα πως ήταν “κακιές” λέξεις αλλά ήδη τις είχα ακούσει. Ρώτησα τη γιαγιά μου τι είχε πει η Σέρα αλλά δεν μου έλεγε. Όταν επέμεινα, ακόμα και με τη δικαιολογία πως ήθελα να μάθω το μαγικό για να ξεματιάζομαι μόνος μου, μου έριξε τη “ματιά”. Δεν υπήρχε λόγος να την ρωτήσω ξανά. Είπε πως αυτά δεν ήταν για αγοράκια και να κοιτάω τη δουλειά μου, και να πάω να κάνω τα μαθήματά μου.
Η θεία Ερατώ που ήταν συχνά στο σπίτι μας ήταν πιο εξυπηρετική. Μιλούσε με τρόπο που θα έκανε ακόμα και ένα τσούρμο από πεισμωμένα μουλάρια να γίνουν πρωταθλητές ταχύτητας στους Ολυμπιακούς από τη ντροπή τους, και θα κοκκίνιζε μέχρι και μαστρωπός! Μου είπε όλες τις “λέξεις” του μαγικού και γέλασε, γέλασα και γω μαζί της κατακόκκινος αν και δεν είχα ιδέα γιατί όλα μου ακούγονταν τόσο αστεία.
Επαναλάμβανα συνεχώς τη λέξη από “μ”. “Μ***ί – μ***ί – μ***ί! Ή τη λέξη από “π”!
Ύστερα από δύο μέρες συνεχούς επανάληψης, η γιαγιά Ερικέτη μού έβαλε κυριολεκτικά μαύρο πιπέρι στο στόμα! “Τα μικρά Χριστιανόπουλα δεν λένε τέτοια λόγια! Θα πας στην Κόλαση! Περίμενε να έρθει η Θεία σου και θα δεις!”
Η Θεία μου, με κεφαλαίο Θ, ήταν η μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας μου και, κατά κάποιον τρόπο, κηδεμόνας μου. Στην πραγματικότητα, θα προτιμούσα να αντιμετώπιζα την Κόλαση!
Έτσι, δεν ρώτησα γιατί ήταν κακό μόνο για τα μικρά αγόρια να λένε αυτές τις λέξεις και όχι για τις μεγάλες γυναίκες. Δεν υπήρχε και λόγος. Ήταν μεγάλες γυναίκες. Ή άντρες. Ενήλικες. Τέλος.
Δεν της είπα πως το μαύρο πιπέρι δεν με θεράπευσε από τον θαυμασμό που αυτές οι λέξεις μου προκαλούσαν (όλες οι λέξεις, ειλικρινά), οπότε τις επαναλάμβανα και όταν ήμουν μόνος μου. Επίσης δεν ήξερα πως το μαύρο πιπέρι στο στόμα ήταν ένα παλιό παγανιστικό έθιμο σε όλη την Ευρώπη που θα απομάκρυνε, λόγω της αίσθησης του καψίματος, το “κακό πνεύμα” που είχε καταλάβει το στόμα κάποιου.
Δεν μπορώ να πω πως όλα αυτά με απασχολούσαν ιδιαίτερα. Η μάλλον γκρίζα και πιεστική ζωή μου ήταν γεμάτη από σχολείο, μαθήματα, μερικές φορές μπούλιινγκ από παιδιά της γειτονιάς, αλλά επίσης (υπήρχε ευτυχώς και έλεος στον κόσμο), Σταρ Τρεκ, Χαμένοι Στο Διάστημα, Μάγισσα, Λουσίλ Μπολ, κόμικς, βιβλία και Αστρονομία. Ήταν και κάποια πράγματα στην οικογενειακή μου κατάσταση που γνώριζα πως υπήρχαν αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω, δεν μπορούσα να ρωτήσω γι’αυτά, δεν μπορούσα να διανοηθώ. Απλώς τα δεχόμουν όπως ήταν. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχα και άλλη επιλογή. Ενήλικες…
Γνώριζα πως και άλλα παιδιά και των δύο φύλων φορούσαν φυλακτά διαφόρων τύπων. Άλλα πάλι δεν φορούσαν. Δεν ήταν κανένα σπουδαίο θέμα για μας. Καμιά φορά τα δείχναμε ο ένας στους άλλους, ανασηκώναμε τους ώμους αδιάφορα, και επιστρέφαμε στα παιχνίδια μας.
Μερικοί άντρες κορόιδευαν τα φυλαχτά και τις μεσήλικες ή ηλικιωμένες γυναίκες που τα έφτιαχναν, που χρησιμοποιούσαν καφεμαντεία ή χαρτομαντεία, που έκαναν τα τελετουργικά του ξεματιάσματος ή που πίστευαν πως το μικρό σαν οδοντογλυφίδα κομματάκι ξύλου που είχαν αγοράσει, και που ο ιερέας της ενορίας είχε πρώτα ευλογήσει, μετομορφωνόταν με κάποιον τρόπο σε “τίμιο ξύλο” από τον Σταυρό του Ιησού. Και γιατί να μην το πιστέψουν; Αν το ψωμί και το κρασί μπορούσαν να μεταμορφωθούν στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, δεν ήταν και τόσο σπουδαίο να πιστέψεις πως το ξύλο θα μπορούσε να γίνει ένα θαυματουργό κομμάτι του Σταυρού. Στο κάτω-κάτω της γραφής, υπήρχαν και “θαυματουργές εικόνες”, έτσι δεν είναι;
Ανεξάρτητα από τα πειράγματα των αντρών, ή και άλλων γυναικών, όταν αρρώσταινα πραγματικά, δεν ετίθετο καν θέμα πως θα ερχόταν γιατρός και πως όποια θεραπεία έγραφε θα είχε ακολουθηθεί κατά γράμμα, συμπεριλαμβανομένων εμβολίων και νοσοκομείου αν χρειαζόταν (δύο φορές). Τα φυλαχτά για το κακό μάτι ήταν ένα πράγμα. Η πλευρίτιδα, η ανεμοβλογιά, ή ακόμα και μια γρίπη, ήταν πολύ διαφορετικά πράγματα!
Να όμως που αυτή η… “ισορροπημένη οικολογία” των πραγμάτων στις μεγάλες “άγριες περιοχές” του κέντρου της Αθήνας στα τέλη της δεκετίας του ‘60 με αρχές του ‘70, στην μάλλον εργατική γειτονιά του Αγίου Παύλου, θα γινόταν άνω-κάτω για μένα μια καλοκαιρινή μέρα. Το γεγονός αυτό δημιούργησε το πρώτο σημαντικό “σχίσμα” ανάμεσα σε αυτό που “γνώριζα πως ήταν αληθινό” για την Εκκλησία, και στο πώς οι παπάδες – φρουροί της “Ορθοδοξίας ΜΑΣ” – λειτουργούσαν στην πραγματικότητα. Με έκανε να αμφισβητήσω για πρώτη φορά στα σοβαρά αν η Εκκλησία ήταν τελικά γεμάτη αγάπη.
Βλέπετε, αν η αγάπη μπορεί να θεραπεύσει, τότε και γω θεραπευόμουν από το “κακό μάτι” που εκείνη η “πουτάνα” μού είχε ρίξει, εξ αιτίας της αγάπης όλων αυτών των ηλικιωμένων γυναικών. Η γιαγιά μου, οι μεγάλες θείες μου, η κάθε μία με τον δικό της τρόπο, έγχυαν αγάπη μέσα μου από τις δικιές τους καρδιές και ελπίδες, όνειρα και φόβους, και τις μνήμες τους από νεκρά παιδιά. Δεν ένιωθα συχνά να με αγαπούν σε εκείνο το σπίτι, αλλά όταν γινόταν ένα ξεμάτιασμα, δεν ήταν παρά μόνο λόγω αγνής Αγάπης.
Και τότε την ένιωθα την αγάπη.
Αυτό το γεγονός που συνέβη θα ήταν μία ακόμα περίπτωση γνωστικής ασυμφωνίας, υποθέτω, αλλά πολύ πιο δυνατή από εκείνη με την Πεντηκοστιανή γειτόνισσά μου και όσα έλεγαν για κείνη οι άλλες Ορθόδοξες γυναίκες στην πολυκατοικία. Η κατάσταση θα μου έδειχνε μια πραγματικότητα, και τα πράγματα θα γίνονταν συγκριτικά άσχημα!
Μέχρι την επόμενη φορά… φτου-φτου-φτου, στα όρη και στ’ άγρια βουνά!
***
Dion Tzavaras, 2016
September 29, 2016 at 8:10 am
Κάπως έτσι μεγαλώσαμε, όλοι, λίγο πολύ (εγώ το είχα ραμμένο στην ποδιά του σχολείου το φυλακτό). Και η αλήθεια είναι πως, μεγαλώνοντας στην Αθήνα, με καταβολές από Καλάβρυτα, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια και Μάνη… δεν τολμούσες να αμφισβητήσεις την τόσο προσεκτικά κρυμμένη… αγάπη, ή το αντίθετο αυτής – τον φόβο, όταν προσπαθούσαν να μας προστατέψουν από το “κακό” με την απειλή των νεράϊδων που κατέβαιναν από τα βουνά τη νύχτα κι έκλεβαν παιδάκια… Τι μου θύμισες..!! Καλημέρα!
LikeLiked by 2 people
September 29, 2016 at 2:28 pm
Καλησπέρα! 🙂 Χαίρομαι πραγματικά που σου έφερα τέτοιες μνήμες! Η καταγωγή των παππούδων μου ήταν από Κεφαλλονιά με κάποιες μακρινές καταβολές και από Ιταλία, και το μάτι το είχαν και κει σαν κάτι πολύ σημαντικό, ίσως και από την Ενετοκρατία ή και πιο παλιά. Στη Νότια Ιταλία είναι ακόμα πιο διαδεδομένα τα φυλαχτά, και η αποτροπή του “malocchio” (κακού ματιού) ολόκληρη τέχνη.
Tώρα που το ανέφερες και γω θυμάμαι συμμαθήτριες να είχαν τα φυλαχτά τους ραμμένα κάπου στην ποδιά τους. Κάτω από το γιακαδάκι της ποδιάς ή και μέσα στη “ζώνη” τους.
LikeLiked by 1 person