ΜΙΡΑΝΤΑ
«Άμα στραβώσει κάτι από την αρχή, είναι πολύ δύσκολο να το ισιώσεις….»
είπε μέσα απ’ τα δόντια του ο Δημήτρης και φαινόταν να έχει δίκιο, καθώς η αποπνικτική αίθουσα του πρωινού που δεν μας χωρούσε, ερχόταν να προστεθεί στην χθεσινή αναχώρηση με δίωρη καθυστέρηση από την Αθήνα, με άλλες δυο ώρες χαμένες στο αεροδρόμιο της Βιέννης, καθώς πολλές βαλίτσες δεν έφτασαν ποτέ και τρέχαμε να συμπληρώσουμε τις αιτήσεις. Συν την γενική απογοήτευση από το κατώτερο των προσδοκιών ξενοδοχείο και το ψιλόβροχο που μας υποδέχτηκε, το μοναδικό ελεύθερο συνεδρίου πρωινό.
Γι’ αυτό είχαμε κανονίσει την ξενάγηση στην ιστορική πόλη ακριβώς αυτό το πρωί.
Πιέστηκα από όλα αυτά και δεν πήρα πρωινό. Άφησα το Δημήτρη, που είναι πιο συγκροτημένος στις αντιδράσεις του, να τα βγάλει πέρα με τη γκρίνια και βγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα και να περιμένω την ελληνόφωνη ξεναγό, που μας είχαν υποσχεθεί από το πρακτορείο.
Και τότε εμφανίστηκε μέσα στη βροχή!
Με πλεκτό λευκό σκουφί, ταμπά πανωφόρι, πράσινη πλεκτή επίσης, φούστα, κίτρινες γαλότσες και ομπρέλα με όλα τα χρώματα της ίριδας…… το κερασάκι στην τούρτα. Θεέ μου ψέλισα-στα πρόθυρα εγκεφαλικού -δε γλιτώνουμε, μας έστειλαν για ξεναγό την τρελή του Σαγιό!
Δεν είχα ελπίδα. Παραδόθηκα στην τύχη μου και ανέβηκα στο λεωφορείο. Η Μιράντα, όπως μας συστήθηκε, πήρε το μικρόφωνο και άρχισε την ξενάγηση.
Και τότε έγινε το θαύμα!
Η στρωτή, ήρεμη φωνή της, η σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας, η ακρίβεια στη μετάδοση των πληροφοριών, με λακωνικό μεν τρόπο, αλλά όχι στερούμενο πλαστικότητας και -ομολογώ-χαριτωμένο και με κατάλληλες δόσεις λεπτού χιούμορ, κατάφεραν μέσα σε πέντε λεπτά να διώξουν την ένταση και να μας χαλαρώσουν. Τα όσα βλέπαμε συμπληρώνονταν με εικόνες από το παρελθόν της πόλης, τη ζωή των ανθρώπων τότε, αλλά αυτόματα εναλλάσσονταν με τους σημερινούς κατοίκους της, με τις συνήθειες τους να ξεδιπλώνονται από τον ιστορικό χρόνο στον παρόντα. Δίπλα στα παλαιά ζαχαροπλαστεία τα σημερινά καφέ. Δίπλα στην όπερα, τα μπαράκια με τις ζωντανές παραστάσεις τζαζ. Πλάι στα παλάτια του Φραγκίσκου Ιωσήφ, η γειτονιά του Hundertwasser….
Όταν είπε με επιτακτικό τρόπο: «τέλος το πούλμαν, αν θέλετε να νοιώσετε την Βιέννη, πρέπει να περπατήσετε στο κέντρο μαζί μου», φοβήθηκα ότι θα αρχίσουν παράπονα. Αλλά ήμουν ήδη ξεπερασμένος. Όλοι στοιχήθηκαν πίσω της πειθήνια και ξεκίνησε η βόλτα. Δεν κράταγε την πολύχρωμη ομπρέλα της άλλα τον μαγεμένο αυλό, κι εμείς τα παρασυρμένα από τη μουσική της παιδιά, την ακολουθούσαμε σε ένα ταξίδι έξω από τον χρόνο, σαν να ξεδιπλωνόταν η ιστορία σε ένα αιώνιο τώρα. Μίλαγε για τη Μαρία Θηρεσία και τα παιδιά της λες και είχαν δειπνήσει χθες το βράδυ, ακούγοντας μαζί τους μεγάλους μουσικούς και βλέπαμε τους καλλιτέχνες να κοσμούν την πόλη, ζούσαμε τους πολέμους, τη δύσκολη ειρήνη, τους γάμους με τους οποίους χτίστηκαν συμμαχίες, τις σκληρές αποφάσεις, το εμπόριο, την τέχνη, την επιστήμη και την επανάσταση.
Η Μιράντα μέσα σε λίγη ώρα μας απέδειξε πως ακόμα κι αν στραβώσουν άσχημα τα πράγματα, πάντα μπορούν να διορθωθούν! Αρκεί να αγαπάς αυτό που κάνεις και να αναλαμβάνεις την ευθύνη να το κάνεις.
Κανείς δεν κατάλαβε πώς πέρασαν οι ώρες -καλά καλά δεν καταλάβαμε πως πέρασαν τόσοι αιώνες στην αφήγησή της. Το μόνο που θυμάμαι είναι η πλήρης μεταστροφή του κλίματος και -βεβαίως -η ομόφωνη απόφαση ότι αύριο δεν πάμε συνέδριο, αλλά κρουαζιέρα στο Δούναβη με την Μιράντα!
Εκεί, στα γυρίσματα των νερών του Δούναβη, τα χωριά και τα κάστρα, μάθαμε και για τη ζωή της. Από ευκατάστατη αθηναϊκή οικογένεια, ήλθε νέα για μουσικές σπουδές στην Βιέννη. Μαγεύτηκε από την πόλη και έμεινε για πάντα, ζώντας, ανασαίνοντας κάθε γωνιά της. Δεν τέλειωσε τις σπουδές, αλλά βίωσε πολλές μορφές της τέχνης. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, οι άντρες είτε την φοβόνταν, είτε αυτή τους βαριόταν, αλλά δεν την απασχόλησε ποτέ το θέμα. Είχε αλλού δοσμένη την αγάπη της και είναι οι φίλοι της που την άκουγαν να ξεδιπλώνει τις αφηγήσεις, που την έπεισαν να κάνει την ξεναγό.
«Α! όποιος δεν ξέρει ιστορία, δεν έχει αύριο», μας έλεγε στο γεύμα. «Αυτό δεν είναι καλό, οι άνθρωποι δεν είναι πεταλούδες!» Την κοίταξα με απορία, δεν έπιασα τι ήθελε να πει. Το κατάλαβε και μου εξήγησε:
«Οι πεταλούδες είναι πανέμορφες από τη φύση τους. Γεμίζουν με χρώματα και αρμονία τον κόσμο. Ζουν, όμως ελάχιστα, μερικές μόνο μία ημέρα! Τι να την κάνουν την ιστορία; …
Ο άνθρωπος, όμως, δεν είναι σαν τις πεταλούδες. Πρέπει να εξελίσσεται, να ανεβαίνει τη σκάλα συνεχίζοντας την πορεία των προηγούμενων. Ίσως, έτσι, να μπορέσει να γίνει όμορφος στο μέλλον.
Αν δεν ξέρει ιστορία, δεν ξέρει ποια σκαλιά είναι πίσω του, δεν ξέρει που βρίσκεται και προς τα πού πάει, δεν εξελίσσεται».
-Βέβαια, Μιράντα, της είπε ο Χρήστος, εσύ βιώνεις την ιστορία, δεν την ξέρεις απλά, μιλάς για αυτούς τους ανθρώπους σαν να είναι γνωστοί σου και να τους αγαπάς, χωρίς να είναι και οι καλύτεροι που υπήρξαν, αν μου επιτρέπεις….
«Ξέρω, ξέρω», κούνησε το χέρι της μεγαλόπρεπα αποτρεπτικά. «Δεν πήραν πάντα τις καλύτερες αποφάσεις! Αλλά, να σου πω κάτι: ακόμα κι όταν έκαναν λάθη, πάντα είχαν στο νου τους ένα ευρύτερο συμφέρον του τόπου τους. Σήμερα κανείς δεν νοιάζεται. Κάνουν πολιτική σαν να είναι υπάλληλοι που θα τελειώσουν τη βάρδια και θα χτυπήσουν κάρτα για να πάνε σπίτια τους. Χωρίς όραμα, χωρίς ευθύνη. Δεν προχωράει έτσι ο κόσμος!»
Α, βρε Μιράντα! Ακόμα κι αν δεν συμφωνούμε, πάντα σε θυμάμαι όταν στραβώνουν τα πράματα. Ξέρεις να αντιστρέφεις την κατάσταση σε λίγη ώρα. Απλά! Μαγικά! Με αυτό που είσαι. Με την αγάπη και την αφοσίωση. Θα ήθελα να ήσουν εδώ γύρω, κάτι τέτοιες εποχές.
Αλλά, ξέρω ότι η Μιράντα δεν είναι εδώ γύρω, γιατί μου το είπε όταν τέλειωσε η βόλτα μας.
-Σε ευχαριστούμε πολύ Μιράντα για όσα μας έδωσες, της είπα. Εύχομαι να είσαι πάντα γερή και να συνεχίσεις για χρόνια να βοηθάς τους ανθρώπους να δουν όλα αυτά που εσύ βλέπεις!
-«Α! όχι , όχι» μου απάντησε. «Κάνω πολλά χρόνια αυτή τη δουλειά! Κουράστηκα, βαρέθηκα πιά! Να σου πω κάτι;» πρόσθεσε σχεδόν συνωμοτικά, «πεθύμησα τα φοιτητικά μου χρόνια. Το επόμενο εξάμηνο γράφτηκα να συνεχίσω τις σπουδές μου στη μουσικολογία, στη Νέα Υόρκη!»
Υποκλίνομαι, Μιράντα!
Leave a comment